δέομαι: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δέομαι]])<br />[[κάνω]] [[δέηση]], [[ικετεύω]], [[προσεύχομαι]] («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («ἐδέοντο βοηθείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]]<br />(«[[μηδὲ]] | |mltxt=(AM [[δέομαι]])<br />[[κάνω]] [[δέηση]], [[ικετεύω]], [[προσεύχομαι]] («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («ἐδέοντο βοηθείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]]<br />(«[[μηδὲ]] δεῖσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — [[ούτε]] να επιθυμεί το απαγορευμένο)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῖν, «ἐδεήθη Καίσαρος [[ὅπως]] αὐτὴν ἐάση...»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(μτχ. ενεστ.) <i>οι δεόμενοι</i><br />[[έτσι]] καλούνται από τη [[στάση]] τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών<br /><b>αρχ.</b><br />οι φτωχοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
German (Pape)
[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
δέομαι
1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)
Spanish (DGE)
v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).
English (Strong)
middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]
Greek Monolingual
(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
(«μηδὲ δεῖσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῖν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].
Frisk Etymological English
See also: s. 2. δέω.
Frisk Etymology German
δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367
Chinese
原文音譯:dšomai 得哦買
詞類次數:動詞(22)
原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן) (נָא) (עָתַר) (צָעַק) (תַּחֲנוּן) (תְּפִלָּה)
字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字
出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;
2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;
3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;
4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;
5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;
6) 我⋯求過(1) 路9:40;
7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;
8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;
9) 禱告(1) 徒10:2;
10) 禱告完了(1) 徒4:31;
11) 請問(1) 徒8:34;
12) 我祈望(1) 林後10:2;
13) 我勸(1) 加4:12