σποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδίζω Medium diacritics: σποδίζω Low diacritics: σποδίζω Capitals: ΣΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: spodízō Transliteration B: spodizō Transliteration C: spodizo Beta Code: spodi/zw

English (LSJ)

A roast or bake in ashes, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σ. Pl.R.372c; ἤ με κεραυνῷ . . σπόδισον burn me to ashes, Ar.V.329; σ. τὰς τρίχας singe, D.S.3.25. II intr., to be ash-coloured, Dsc.5.152. III dub. l. in Cratin.219 (σπύρθιζε cj. Kock).

German (Pape)

[Seite 923] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν ταχέως, Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?).

Greek (Liddell-Scott)

σποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με μέχρι τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, κατακαίω, «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. ποδίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω χρῶμα τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.

French (Bailly abrégé)

1 cuire ou rôtir sous la cendre;
2 réduire en cendres.
Étymologie: σποδός.

Greek Monolingual

Α σποδός
1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτημύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.)
2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.)
3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.)
4. έχω τεφρό χρώμα.

Greek Monotonic

σποδίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (σποδός), ψήνω ή φουρνίζω μέσα στις στάχτες, ψήνω στη χόβολη, καβουρντίζω, αποτεφρώνω, κατακαίω, μεταβάλλω σε στάχτες, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδίζω [σποδός] fut. σποδιῶ. in as roosteren. tot as reduceren:. κεραυνῷ met de bliksem Aristoph. Ve. 329.

Russian (Dvoretsky)

σποδίζω:
1) печь или жарить в золе Plat.;
2) обращать в пепел, испепелять (τινὰ κεραυνῷ Arph.);
3) опалять (τὰς τρίχας Diod.).

Middle Liddell

σποδίζω, σποδός
to roast or bake in the ashes, burn to ashes, Ar., Plat.