βεβαιότης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· | |lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid :. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; | |elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid :. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]] | |woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 20 April 2021
English (LSJ)
ητος, ἡ, A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist. EN1100b12. 2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.
German (Pape)
[Seite 440] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
•garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
•lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.
Greek Monotonic
βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότητα, ευστάθεια, ορθότητα, αποφασιστικότητα, ασφάλεια, εγγύηση, διαβεβαίωση, σε Θουκ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βεβαιότης: ητος ἡ
1) устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.;
2) верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.);
3) достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).
Middle Liddell
[from βέβαιος
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεβαιότης -ητος, ἡ βέβαιος stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid :. βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... ζῆν leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι κράτος οὐκ εἶχον οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.