ἐξεταστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, [[μετὰ]] γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:53, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεταστικός Medium diacritics: ἐξεταστικός Low diacritics: εξεταστικός Capitals: ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exetastikós Transliteration B: exetastikos Transliteration C: eksetastikos Beta Code: e)cetastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. -κῶς D.17.13. II . (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.

German (Pape)

[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειοςἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.

Greek Monotonic

ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεταστικός:
1) умеющий исследовать, тщательно разбирающий (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);
2) исследующий (διαλεκτική Arst.).

Middle Liddell

ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω
I. capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.
II. ἐξ. (sc. ἀργύριον), the salary of an ἐξεταστής, Dem.