θῆτα: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[θῆτα]])<br />(άκλιτο<br />[[αλλά]] στον Δημόκρ. γεν. <i>θήτατος</i> και <b>επιγρ.</b> πληθ. <i>θήτατες</i>)<br />το ένατο [[γράμμα]] του αρχαίου και το όγδοο του νέου ελληνικού αλφαβήτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Θῆτα</i><br />όν. του Αισώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικής προέλευσης ( | |mltxt=το (Α [[θῆτα]])<br />(άκλιτο<br />[[αλλά]] στον Δημόκρ. γεν. <i>θήτατος</i> και <b>επιγρ.</b> πληθ. <i>θήτατες</i>)<br />το ένατο [[γράμμα]] του αρχαίου και το όγδοο του νέου ελληνικού αλφαβήτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Θῆτα</i><br />όν. του Αισώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. εβρ. <i>teth</i>). Βλ. και εγκυκλ. [[λήμμα]] <i>θ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:55, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, indecl., A the letter Θ (Hebr. ṭêth), Ar.Ec.685, etc.: gen. θήτατος Democr.20: nom. pl. θήτατες (tetates) Wessely Schrifttaf. zur ält. lat. Paläogr.No.8 (ii A.D.); nickname of Aesop (who was a θής), Ptol. Heph. ap. Phot.Bibl.p.151 B.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, indeclin., der Buchstabe θ, Ar. Eccl. 685; Democrit. bildete den gen. θήτατος nach B. A. p. 781, 23.
Greek (Liddell-Scott)
θῆτα: τό, ἄκλ., ἴδε Θ θ· ἀλλὰ γεν. θήτατος, ὡς δέλτατος, Δημόκρ. ἐν Α. Β. 781: ― ὡσαύτως, ὄνομα τοῦ Αἰσώπου (ὅστις ἦτο θής), Φώτ. Βιβλ. 151. 23.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
thêta, 8ᵉ lettre de l’alphabet grec.
Étymologie: emprunt sém. ; cf. hébr. thêt.
Greek Monolingual
το (Α θῆτα)
(άκλιτο
αλλά στον Δημόκρ. γεν. θήτατος και επιγρ. πληθ. θήτατες)
το ένατο γράμμα του αρχαίου και το όγδοο του νέου ελληνικού αλφαβήτου
αρχ.
ως κύριο όν. Θῆτα
όν. του Αισώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. teth). Βλ. και εγκυκλ. λήμμα θ].
Russian (Dvoretsky)
θῆτα: τό indecl. (у Democr. gen. θήτατος) тета (название 8-й дуквы греческого алфавита).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: the eighth letter of he Greek alphabet (Ar.),
Other forms: gen. θήτατος Demokr. 20, Lat. pl. tetates from θήτατες; further uninflected.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: from Semitic, cf. Hebr. ṭēth; cf. Schwyzer 140.
Middle Liddell
I. Θ, θ, θῆτα, τό, indecl., eighth letter of the Gr. alphabet: as numeral θ# = ἐννέα, ἔνατος, but #22θ = 90000. —θ is the aspirated dental mute, related to the tenuis τ and the medial δ. θ is sometimes represented by φ, as θλάω φλάω; so in Lat. θήρ (aeolic φήρ) fera; θύρα fores; byβ, as ἐ-ρυθρός ruber, οὖθαρ uber.
II. changes of θ in the Gr. dialects:
1. Lacon., into ς, as σάλασσα σεῖος Ἀσάνα παρσένος for θάλασσα θεῖος Ἀθάνα παρθένος.
2. aeolic and doric into τ, as αὖτις ἐντεῦθεν for αὖθις ἐντεῦθεν.
3. when θ was repeated in two foll. syllables, the former became τ, as Ἀτθίς.
Frisk Etymology German
θῆτα: {thē̃ta}
Forms: Gen. θήτατος Demokr. 20, lat. pl. tetates aus θήτατες; sonst unflektiert;
Grammar: n. (Ar. usw.),
Meaning: der achte Buchstabe des Alphabets;
Etymology : aus dem Semitischen, vgl. hebr. ṭēth; dazu Schwyzer 140.
Page 1,674