ἑτερόδοξος: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόδοξος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ετερόδοξος]], <i>η ετερόδοξη</i><br />ο μη [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]], αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό [[δόγμα]] [[αλλά]] δεν αρνείται θεμελιώδη [[χριστιανικά]] δόγματα και [[κυρίως]] το [[δόγμα]] του τριαδικού θεού και το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος (σε [[διάκριση]] από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροδόξως</i> και <i>ετερόδοξα</i> (ΑΜ ἑτεροδόξως)<br />σύμφωνα με τη [[διδασκαλία]] τών αιρετικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόδοξος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ετερόδοξος]], <i>η ετερόδοξη</i><br />ο μη [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]], αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό [[δόγμα]] [[αλλά]] δεν αρνείται θεμελιώδη [[χριστιανικά]] δόγματα και [[κυρίως]] το [[δόγμα]] του τριαδικού θεού και το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος (σε [[διάκριση]] από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροδόξως</i> και <i>ετερόδοξα</i> (ΑΜ ἑτεροδόξως)<br />σύμφωνα με τη [[διδασκαλία]] τών αιρετικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterodox</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>heterodoxus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑτερόδοξος:''' инакомыслящий (в отличие от [[ὁμόδοξος]]) Luc., Sext. | |elrutext='''ἑτερόδοξος:''' инакомыслящий (в отличие от [[ὁμόδοξος]]) Luc., Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:07, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A differing in opinion, Luc.Eun.2. 2 holding opinions other than the right, heterodox, Ph. 1.403, al., Arr.Epict.2.9.19, J.BJ2.8.5; (ἰατρός) Sor.1.52, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως in heterodox manner, τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι Philostr. VS2.1.11.
German (Pape)
[Seite 1048] von anderer, bes. irriger Meinung, Luc. Eun. 2 u. a. Sp., bes. K. S. im Ggstz von ὀρθόδοξος; auch adv., Philostr. v. soph. 2 p. 559.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόδοξος: -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ ὁμόδοξος, Λουκ. Εὐν. 2: ― ἐντεῦθεν, 2) πρεσβεύων ἄλλο παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, μετὰ διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pense autrement qu’un autre.
Étymologie: ἕτερος, δόξα.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη
ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα του τριαδικού θεού και το μυστήριο του βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
2. ο αιρετικός.
επίρρ...
ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο- + -δοξος < δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόδοξος: инакомыслящий (в отличие от ὁμόδοξος) Luc., Sext.