δεσμωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δεσμόω]]<br />a [[prison]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=[[δεσμόω]]<br />a [[prison]], Hdt., Thuc.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[δεσμωτήριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατητήριο]], [[χώρος]] προσωρινού περιορισμού υποδίκου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δεσμώτης]].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Revision as of 15:34, 17 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμωτήριον Medium diacritics: δεσμωτήριον Low diacritics: δεσμωτήριον Capitals: ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: desmōtḗrion Transliteration B: desmōtērion Transliteration C: desmotirion Beta Code: desmwth/rion

English (LSJ)

τό, prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δεσμωτήριον ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat. ergastula, Plu.TG8.

German (Pape)

[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.

English (Strong)

from a derivative of δεσμόν (equivalent to δεσμέω); a place of bondage, i.e. a dungeon: prison.

English (Thayer)

δεσμωτηρίου, τό, a prison, jail: Herodotus), Thucydides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monotonic

δεσμωτήριον: τό (δεσμόω), φυλακή, ειρκτή, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεσμωτήριον: τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμωτήριον -ου, τό [δεσμός] gevangenis.

Middle Liddell

δεσμόω
a prison, Hdt., Thuc.

Greek Monolingual

το (AM δεσμωτήριον)
νεοελλ.
κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου
αρχ.-μσν.
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.

Chinese

原文音譯:desmwt»rion 得士摩-帖里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:捆綁(處) 相當於: (סׄהַר‎)
字義溯源:囚禁的地方,監,監牢,監獄;源自(δεσμός)=鎖鏈);而 (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(4);太(1);徒(3)
譯字彙編
1) 監牢(3) 徒5:21; 徒5:23; 徒16:26;
2) 監(1) 太11:2

English (Woodhouse)

prison, place of custody

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)