συναιρώ: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συναιρῶ, -έω, ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾱγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῑ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῑλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος σκαφεῑον», πάπ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα [[συμπέρασμα]] (Α<br />ριστοτ.)<br />β) «συνελὼν [[λέγω]]» — λέω [[συντόμως]]<br />γ) «συνελόντι» — με μια [[λέξη]], [[συντόμως]].
|mltxt=συναιρῶ, -έω, ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾱγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῑ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος σκαφεῑον», πάπ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα [[συμπέρασμα]] (Α<br />ριστοτ.)<br />β) «συνελὼν [[λέγω]]» — λέω [[συντόμως]]<br />γ) «συνελόντι» — με μια [[λέξη]], [[συντόμως]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

συναιρῶ, -έω, ΝΜΑ αἱρῶ
1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το συναιροῦνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, -η, -ο(ν)
αυτός που έχει υποστεί συναίρεση (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — συζυγία ρημάτων τών οποίων τα α, ε, και ο του θέματος συναιρούνται κατά την κλίση)
αρχ.
1. συλλαμβάνω, συνάγω, μαζεύω («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με τον νου) αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾱγμα συνελών», Πλούτ.)
3. καταλαμβάνω («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ νόσος]», Θουκ.)
4. συνάγω, συμπεραίνω («δεῑ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)
5. βραχύνω, συντέμνω («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», Διόδ.)
6. συστέλλω, περιορίζω («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)
7. (σχετικά με τον λόγο) συντομεύω
8. παρασύρω εντελώς
9. (κυριολ. και μτφ.) εξαλείφω κάθε ίχνος, εκμηδενίζω, καταστρέφω
10. (σχετικά με ανθρώπους) θανατώνω («τὸ φάρμακον καίτοι θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)
11. φέρω εις πέρας, τελειώνω («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», Πλούτ.)
12. (σχετικά με διάστημα ή απόσταση) διανύω («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», Πλούτ.)
13. συνεργώ σε κατάκτηση («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», Ηρόδ.)
14. εκλέγω κάποιον συγχρόνως με άλλον
15. μέσ. συναιροῦμαι, -έομαι
αρπάζω («συνελόμενος σκαφεῑον», πάπ.)
16. φρ. α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα συμπέρασμα
ριστοτ.)
β) «συνελὼν λέγω» — λέω συντόμως
γ) «συνελόντι» — με μια λέξη, συντόμως.