ἀκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (<b>Δημοσθ.</b> 383.7)<br />«[[ἀκατάστατος]] [[πολιτεία]]» (Δίον. Αλ. 6, 74)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει [[ακόμη]] [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br />«[[ακατάστατος]] [[μούστος]]», «ἀκατάστατον [[οὖρον]]» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[τάξη]], ο [[ανοικοκύρευτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που μετακινείται [[συνεχώς]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άστατος]], ο [[ανήσυχος]]<br />«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... [[ὥσπερ]] θάλαττ' ἀκατάστατον» (<b>Δημοσθ.</b> 383, 6)<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br />«ἀνὴρ [[δίψυχος]], [[ἀκατάστατος]] ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταστατῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (<b>Δημοσθ.</b> 383.7)<br />«[[ἀκατάστατος]] [[πολιτεία]]» (Δίον. Αλ. 6, 74)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει [[ακόμη]] [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br />«[[ακατάστατος]] [[μούστος]]», «ἀκατάστατον [[οὖρον]]» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[τάξη]], ο [[ανοικοκύρευτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που μετακινείται [[συνεχώς]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άστατος]], ο [[ανήσυχος]]<br />«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... [[ὥσπερ]] θάλαττ' ἀκατάστατον» (<b>Δημοσθ.</b> 383, 6)<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br />«ἀνὴρ [[δίψυχος]], [[ἀκατάστατος]] ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταστατῶ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:53, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰτάστᾰτος Medium diacritics: ἀκατάστατος Low diacritics: ακατάστατος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: akatástatos Transliteration B: akatastatos Transliteration C: akatastatos Beta Code: a)kata/statos

English (LSJ)

ον, (καθίστημι) A unstable, unsettled, καιροί Hp.Aph.3.8; πνεῦμα D.19.136, cf. Arist.Pr.941b29; disorderly, ὁρμαί Stoic.3.166; πολιτεία D.H.6.74:—of men, fickle, Plb.7.4.6; of fevers, irregular, Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. ἀκαταστάτως, ἔχειν Isoc.21.7. II not making any deposit, οὖρον Hp.Prorrh.1.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάστᾰτος: -ον, (καθίστημι) ἄστατος, ἀνήσυχος, Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. πνεῦμα, Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσταθής, Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, πυκνός, οὖρον, Ἱππ. 69F. 149F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agité, troublé.
Étymologie: ἀ, καθίστημι.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰτάστᾰτος) -ον
I 1inestable, irregular, variable, δίαιτα Hp.Vict.3.68, πυρετοί Hp.Acut.(Sp.) 20, καιροί op. καθεστεῶτες Hp.Aph.3.8, κῦμα D.19.136, πνεῦμα Arist.Pr.941b29, ἀήρ Orac.Sib.1.164
de pers. voluble, tornadizo Plb.7.4.6, γνώμη Plu.2.714e, de Sión, LXX Is.54.11
inseguro τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦντα IKnidos 150B.12 (II/I a.C.).
2 errante, vagabundo ἀνάστατος καὶ ἀ. Sm.Ge.4.12.
3 desordenado, turbulento ὁρμαί Chrysipp.Stoic.3.166, πολιτεία D.H.6.74, πράγματα D.C.38.27.2
insurrecto Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεα Orac.Sib.13.104.
4 medic. que no produce sedimento ἐναιωρήματα Hp.Prorrh.1.32.
II adv. ἀκαταστάτως = turbulentamente ἀκαταστάτως ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλει Isoc.21.7.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καθίστημι; inconstant: unstable.

English (Thayer)

(καθίστημι), unstable, inconstant, restless: L T Tr WH in πονηρόν πνεῦμα ἐστιν ἡ καταλαλιά, καί ἀκατάστατον δαιμόνιον, μηδέποτε ἐιρηνεῦον, ἀλλά etc.). (Hippocrates and others) Polybius 7,4, 6, others (the Sept. Isaiah 54:11).) #REM: LEFT OFF HERE

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάστατος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
«ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (Δημοσθ. 383.7)
«ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74)
2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα, κατακάθι
«ακατάστατος μούστος», «ἀκατάστατον οὖρον» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος
2. εκείνος που μετακινείται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. ο άστατος, ο ανήσυχος
«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... ὥσπερ θάλαττ' ἀκατάστατον» (Δημοσθ. 383, 6)
2. ασταθής, ανάξιος εμπιστοσύνης
«ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καθίστημι.
ΠΑΡ. ακαταστασία
αρχ.
ἀκαταστατῶ].

Greek Monotonic

ἀκατάστᾰτος: -ον (καθίστημι), άστατος, ασταθής, ανήσυχος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάστᾰτος: непостоянный, неустойчивый, изменчивый (ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα Dem.; πνεύματα Arst.; μειράκιον Polyb.; ἐπιθυμία Plut.).

Middle Liddell

καθίστημι
unstable, unsettled, Dem.

Chinese

原文音譯:¢kat£statoj 阿-卡他-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-站的 相當於: (סָעַר‎)
字義溯源:無定向的,不安的,不穩定的,沒有定見;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成;其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 沒有定見(1) 雅1:8

English (Woodhouse)

changeable, fickle, inconstant, unsettled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)