ἀμμορία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμμορία''': Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ [[ἀμορία]], [[ὅπερ]] δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει· [[Ζεὺς]] οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί [[εἶναι]] ἡ [[μοῖρα]] ἑκάστου καὶ τί δὲν [[εἶναι]], τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.
|lstext='''ἀμμορία''': Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ [[ἀμορία]], [[ὅπερ]] δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει· [[Ζεύς|Ζεὺς]] οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί [[εἶναι]] ἡ [[μοῖρα]] ἑκάστου καὶ τί δὲν [[εἶναι]], τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:24, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμορία Medium diacritics: ἀμμορία Low diacritics: αμμορία Capitals: ΑΜΜΟΡΙΑ
Transliteration A: ammoría Transliteration B: ammoria Transliteration C: ammoria Beta Code: a)mmori/a

English (LSJ)

(A), Ion. ἀμμορίη, ἡ, ill luck, bad luck, bad fortune, poet. for ἀμορία (not in use), Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων what is man's fate and what is not, or their good fortune and their bad, Od.20.76, cf. AP9.284 (Crin.).
ἀμμορία (B), Ion. ἀμμορίη, ἡ, A = ὁμορία, Epigr. ap. D.7.40.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, p. = ἀμορία, Untheilhaftigkeit, Hom. einmal, Od. 20, 76 ἐς Δία, ὁ γάρ τ' εὖ οἶδεν ἅπαντα, μοῖράν τ' ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων, was den einzelnen Menschen beschieden ist u. was nicht; – Crin. 20 (IX, 284). – Im Epigr. bei Dem. 7, 70 wird es = ἁμορία, Gränze, erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμορία: Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ ἀμορία, ὅπερ δὲν εἶναι ἐν χρήσει· Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί εἶναιμοῖρα ἑκάστου καὶ τί δὲν εἶναι, τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
infortune, malheur.
Étymologie: ἄμμορος.
2ας (ἡ) :
confins.
Étymologie: ἅμα, ὅρος.

Greek Monolingual

ἀμμορία, η (Α) ἄμμορος
(ποιητικός τύπος αντί του ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀμμορία: Ιων. -ίη, , ποιητ. αντί ἀμορία (ἄμορος), αυτό που δεν αποτελεί τύχη για κάποιον, κακή μοίρα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμμορία:
I ион. ἀμμορίη ἡ ἄμμορος несчастная судьба, несчастье, беда (Ἑλλάδος Anth.): μοῖρά τ᾽ ἀ. Hom. хорошая или дурная участь, по друг. что суждено и что не суждено.
IIὅρος граница, предел Dem., Anth.

Middle Liddell

[cf. ἄμορος
what is not one's fate, bad fortune, Od.