παραζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραζεύγνῡμι:''' и παραζευγνύω<br /><b class="num">1)</b> сопрягать, сочетать (χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> приставлять (φρουρὼ φύλακέ τινι Eur.).
|elrutext='''παραζεύγνῡμι:''' и παραζευγνύω<br /><b class="num">1)</b> [[сопрягать]], [[сочетать]] (χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> приставлять (φρουρὼ φύλακέ τινι Eur.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:13, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζεύγνυμι Medium diacritics: παραζεύγνυμι Low diacritics: παραζεύγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parazeúgnymi Transliteration B: parazeugnymi Transliteration C: parazeygnymi Beta Code: parazeu/gnumi

English (LSJ)

and παραζευγνύω, aor. 2 Pass. παρεζύγην [ῠ] Epicur.Fr.59:— A yoke beside, couple in marriage, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον E.Fr.520; φρουρὼ π. φύλακε σώματος having set beside him, Id.Ion22:—Pass., to be coupled to another, γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα καὶ σῴζει δόμους Id.Fr.1055.2, cf. Epicur. l.c.: c. dat., D.Prooem.55. 2 generally, associate, τί τινι Phld.Mus.p.71 K.:—Pass., to be associated in a task, PRyl.237.4 (iii A. D.); ἡ παρεζευγμένη χωλεία the associated lameness, Apollon.Cit.3.

German (Pape)

[Seite 478] u. παραζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, ζεύγνυμι πλησίον, συνάπτω εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα ἑκατέρωθεν δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· μετὰ δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

attacher à côté.
Étymologie: παρά, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

και παραζευγνύω ΜΑ
ζεύω μαζί
αρχ.
1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ)
2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.)
3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων σφίσιν έξ ἰδιωτῶν σπουδαίων καὶ δικαίων ἀνδρῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ζεύγνυμι ζεύω»].

Russian (Dvoretsky)

παραζεύγνῡμι: и παραζευγνύω
1) сопрягать, сочетать (χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Eur.);
2) приставлять (φρουρὼ φύλακέ τινι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ζεύγνυμι en παραζευγνύω ernaast inspannen; overdr. ernaast zetten:. φρουρὼ π. φύλακε σώματος twee (slangen) als bewakers van zijn lichaam neerzetten Eur. Ion 22.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζεύξω
to yoke beside, set beside, Eur.:—Pass. to be joined, coupled with another, c. dat., Dem.