ἀμάρυγμα: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμάρυγμα:''' ατος (ᾰμᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> сияние, блеск (χείλεος Theocr.; ἀρετῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мелькание (Χαρίτων Hes.). | |elrutext='''ἀμάρυγμα:''' ατος (ᾰμᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[сияние]], [[блеск]] (χείλεος Theocr.; ἀρετῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мелькание (Χαρίτων Hes.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀμαρύσσω]]<br />a [[sparkle]], [[twinkle]], changing [[colour]] and [[light]], Anth.; [[quivering]], of the lip, Theocr. From | |mdlsjtxt=[from [[ἀμαρύσσω]]<br />a [[sparkle]], [[twinkle]], changing [[colour]] and [[light]], Anth.; [[quivering]], of the lip, Theocr. From | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 19 August 2022
English (LSJ)
Aeol. ἀμάρυχμα, ατος, τό, A sparkle, twinkle, ἀ. λάμπρον προσώπω flashing, radiant glance, Sapph.Supp.5.18, cf. A.R.3.288; of changing colour, and light, AP5.258 (Paul. Sil.); διδύμης ἀ. χροιῆς, of gems, Tryph.71, etc.; of any quick, light motion, Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα with the flashing steps of Graces, Hes.Fr.21,94; of wrestling, ἀ. πάλας B.8.36; ἀ. χείλεος quivering of the lip, Theoc. 23.7: metaph., τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP7.343.
German (Pape)
[Seite 117] τό, leichte, anmuthige Bewegung, χαρίτων Hes. frg. 160; vielleicht auch von dem Glanz der Augen, wie ἡλίου Ap. Rh. 4, 847; ἀμαρύγματα βάλλειν ἐπί τινα 3, 288; χείλεος, Zucken der Lippe, Theocr. 23, 7. Übertr., ἀρετῶν ἀμαρύγματα φέρειν Ep. ad. 690 (VII, 343).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάρυγμα: -ατος, τό, = λάμψις, σπινθηροβόλησις, ῥιπή, περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, παλμώδης κίνησις τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 éclair, vif éclat (des yeux, des lèvres) ; fig. éclat;
2 mouvement vif et gracieux.
Étymologie: ἀμαρύσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): eol. ἀμάρυχμα Sapph.16.18
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
1 destello, centelleo, resplandor de ojos o rostro ἀ. λάμπρον ... προσώπω Sapph.l.c., βλεφάρων Nonn.D.7.249, ἀ. χείλεος de la sonrisa, Theoc.23.7, ῥοδέης δ' ἀμάρυγμα παρειῆς resplandor de tu mejilla de rosa, AP 5.259 (Paul.Sil.), βάλλεν ἐπ' Αἰσονίδην ἀμαρύγματα (Medea) lanzaba al Esónida fulgentes miradas A.R.3.288, προσώπων Synes.Hymn.9.28, cf. Hsch.
•de cosas brillo, resplandor διδύμης ἀμαρύγματι χροιῆς de unos ojos hechos de piedras preciosas, Triph.71, ἀμαρύγματα φαιδρὰ πεδίλων Nonn.D.2.596
•fig. resplandor τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP 7.343.
2 centelleo, viveza de un mov. rápido Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα Hes.Fr.73.3, ἀ. πάλας B.9.36.
Greek Monolingual
ἀμάρυγμα, το (Α) ἀμαρύσσω
1. λάμψη, σπιθοβόλημα
2. μεταβαλλόμενο χρώμα και φως
3. ζωηρή και ανάλαφρη κίνηση
4. (για τα χείλη) παλμώδης κίνηση
5. φρ. «ἀμάρυγμα λάμπρον προσώπῳ» (Σαπφώ), αστραφτερό, ακτινοβόλο βλέμμα.
Greek Monotonic
ἀμάρυγμα: -ατος, τό, Αιόλ. -υχμα λάμψη, σπινθήρας, αλλαγή στο χρώμα και στο φως, σε Ανθ.· παλμώδης κίνηση, λέγεται για το χείλος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάρυγμα: ατος (ᾰμᾰ) τό
1) сияние, блеск (χείλεος Theocr.; ἀρετῶν Anth.);
2) мелькание (Χαρίτων Hes.).
Middle Liddell
[from ἀμαρύσσω
a sparkle, twinkle, changing colour and light, Anth.; quivering, of the lip, Theocr. From