κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεντρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подгонять стрекалом]], [[подстегивать]] (τινά Xen.);<br /><b class="num">2)</b> подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).
|elrutext='''κεντρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подгонять стрекалом]], [[подстегивать]] (τινά Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[подстрекать]], [[побуждать]], [[поощрять]] (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίζω Medium diacritics: κεντρίζω Low diacritics: κεντρίζω Capitals: ΚΕΝΤΡΙΖΩ
Transliteration A: kentrízō Transliteration B: kentrizō Transliteration C: kentrizo Beta Code: kentri/zw

English (LSJ)

A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.

German (Pape)

[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.

Greek Monotonic

κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κεντρίζω:
1) подгонять стрекалом, подстегивать (τινά Xen.);
2) подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεντρίζω [κέντρον] pass. overdr. gestimuleerd worden:. κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς... φιλονικίας gestimuleerd door zijn eerzucht Xen. Cyr. 8.7.12.

Middle Liddell

κεντρίζω,
to prick, goad or spur on, Xen.; metaph., ἔρως κ. Xen. = κεντέω,]