μάθησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d’apprendre, de s’instruire;<br /><b>2</b> désir de s’instruire : σοὶ [[μάθησις]] [[οὐ]] [[πάρα]] SOPH tu n’as pas le désir de savoir;<br /><b>II.</b> connaissance, instruction, science.<br />'''Étymologie:''' [[μανθάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d’apprendre, de s'instruire;<br /><b>2</b> désir de s'instruire : σοὶ [[μάθησις]] [[οὐ]] [[πάρα]] SOPH tu n’as pas le désir de savoir;<br /><b>II.</b> connaissance, instruction, science.<br />'''Étymologie:''' [[μανθάνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:50, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάθησις Medium diacritics: μάθησις Low diacritics: μάθησις Capitals: ΜΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: máthēsis Transliteration B: mathēsis Transliteration C: mathisis Beta Code: ma/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (μαθεῖν) A the act of learning, getting of knowledge, πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά Alem.63; μ. οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις S. Tr.450; ὧν μάθησιν ἄρνυμαι of which things I gain information, ib. 711; μ. ἔχειν τινός E.Supp.915; ὁ χρόνος μ. δίδωσι ib.419; τὴν μ. ποιεῖσθαι περί τινος Th.1.68; ἡ περὶ τὸ ἓν μ. Pl.R.525a; μ. τέχνης BGU1021.8 (iii A. D.): in plural, νωθροὶ ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μ. Pl.Tht.144 b, cf. R.407b; μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μ. ὀξεῖαι faculties of learning, Id.Lg.908c; ὁπλομαχίας μ. Ephor.54 J. 2 desire of learning, ἀλλά σοι μ. οὐ πάρα S.El.1032. 3 education, instruction, Hp.Jusj., Pl.Ap. 26a; τοῦ φόβου τὴν μ. κρείττονα παρέξεσθαι X.Cyr.3.3.53; τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Arist.Pol.1341a32.

German (Pape)

[Seite 81] ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ μάθησις οὐ πάρα, du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἢ ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ ἐπιμέλεια, Prot. 324 a; καὶ μελέτη, Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάθησις, der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν μάθησις, Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ ἐπιστήμη, Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft.

Greek (Liddell-Scott)

μάθησις: ἡ, (μαθεῖν) τὸ μανθάνειν, ἡ πρᾶξις τοῦ μανθάνειν, ἡ κτῆσις γνώσεως, γνῶσις, πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχὰ Ἀλκμὰν 47· μ οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις Σοφ. Τρ. 450· ὧν μάθησιν ἄρνυμαι, ὧν λαμβάνω γνῶσιν, ὁ αὐτ. ἐν 711· μ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 915· μ. διδόναι ὁ αὐτ. ἐν 419· μ. ποιεῖσθαι περί τινος Θουκ. 1. 68· περί τι Πλάτ. Πολ. 525Α· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· - ἐν τῷ πληθ., νωθροὶ πρὸς τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 144Β, πρβλ. Πολ. 407C· μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μ., δυνάμεις μαθήσεως, πρὸς μάθησιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 908C. 2) ἐπιθυμία μαθήσεως, ἀλλά σοι μάθησις οὐ πάρα Σοφ. Ἠλ. 1032. 3) παίδευσις, παιδεία, διδασκαλία, Ἱππ. Ὅρκ., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53· τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 11. II. ἔθος, συνήθεια, ἴδε μάθος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. 1 action d’apprendre, de s'instruire;
2 désir de s'instruire : σοὶ μάθησις οὐ πάρα SOPH tu n’as pas le désir de savoir;
II. connaissance, instruction, science.
Étymologie: μανθάνω.

Greek Monotonic

μάθησις: ἡ (μανθάνω),·
1. μάθηση, απόκτηση γνώσης, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.
2. επιθυμία για μάθηση, σε Σοφ.
3. εκπαίδευση, διδακτική καθοδήγηση, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μάθησις: εως (ᾰ) ἡ
1) обучение: ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μ. Plat. обучение бою в (полном) вооружении;
2) наставление, воспитание (οἱ κολάσεως δεόμενοι, ἀλλ᾽ οὐ μαθήσεως Plat.);
3) желание (у)знать, любознательность (σοὶ μ. οὐ πάρα Soph.);
4) изучение (μάθησιν ποιεῖσθαι περί τι Plat. и περί τινος Thuc.);
5) способность к наукам (μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μαθήσεις Plat.);
6) (= μάθημα) наука, знание (μ. καὶ ἐπιοτήμη Plat.).

Middle Liddell

μάθησις, ιος, ἡ, μανθάνω
1. learning, the getting of knowledge, Soph., Thuc., etc.
2. desire of learning, Soph.
3. education, instruction, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

information, instruction, knowledge, learning, act of learning, means of getting knowledge, power of understanding

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)