πέτρος: Difference between revisions
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre ; <i>fig. comme synon.</i> de dureté, | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre ; <i>fig. comme synon.</i> de dureté, d'insensibilité;<br /><b>2</b> <i>rar. c.</i> [[πέτρα]], rocher.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 12:04, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ (in later Poets ἡ, AP7.274 (Honest.), 479 (Theodorid.), A stone (distinguished from πέτρα, q.v.); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.16.734; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ 7.270, cf. 20.288, E.Andr.1128 (never in Od.); ἔδικε πέτρῳ Pi.O.10(11).72; ἄγαλμ' Ἀΐδα ξεστὸν π. ἔμβαλον στέρνῳ Id.N.10.67; νιφάδι γογγύλων πέτρων A.Fr.199.7; ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο Id.Pers.460; λευσθῆναι πέτροις S.OC435; πέτρους ἐπεκυλίνδουν X.HG3.5.20, etc.; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, by grinding stone against stones (to produce fire), S.Ph.296; of a boulder forming a landmark, Id.OC1595; τόνδ' ἀνέθηκα π. ἀειράμενος IG42(1).125 (Epid., iii B. C.). 2 prov., πάντα κινῆσαι πέτρον = 'leave no stone unturned', E.Heracl.1002, cf. Pl.Lg.843a; of imperturbability, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT334, cf. E.Med.28. II a kind of reed, Peripl.M.Rubr.65.—The usual prose word is λίθος.
German (Pape)
[Seite 606] ὁ (vgl. πέτρα), bei Hom. nur in der Il. u. stets in der Bdtg Stein; öfter von πέτρα unterschieden, vgl. Buttm. Lexil. II p. 179; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, Il. 7, 270; λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, 16, 734, öfter; u. so Pind. ἔδικε πέτρῳ, Ol. 11, 75; N. 4, 28; ξεστὸν πέτρον, von einer Säule, 10, 67; Tragg. oft in der Bdtg Stein, z. B. zum Schleudern im Kampfe, Aesch. Spt. 658 Pers. 452; ἐν πέτροισιν πέτρον ἐκτρίβων, um Feuer zu machen, Soph. Phil. 296; λευσθῆναι πέτροις, O. C. 436, vgl. Ai. 715; aber auch = πέτρα, Fels, Phil. 272 O. C. 1591; πάντα κινῆσαι πέτρον, Eur. Heracl. 1002; u. in Prosa: πέτρον κινεῖν τὸν μέγιστον, Plat. Legg. VIII, 843 a; Xen. An. 7, 7, 54; Sp. Bei sp. D. auch fem. (wie ἡ λίθος), Theodorid. VII, 479 Onest. (VII, 274).
Greek (Liddell-Scott)
πέτρος: ὁ, λίθος, καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· οὐδέποτε ἐν Ὀδ.)· οὕτως, ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν πυρός, Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. Ἡρακλ. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ πέτρα, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ σπηλαίων, οἷον ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος πέτρος ἦτο σπήλαιον μᾶλλον ἢ ὀγκώδης τις λίθος· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν πέτρος τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως θηλ., ὡς τὸ λίθος, Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ συνήθης παρὰ πεζογράφοις λέξις εἶναι λίθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pierre ; fig. comme synon. de dureté, d'insensibilité;
2 rar. c. πέτρα, rocher.
Étymologie: πέτρα.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πέτρος
1 rock μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους sc. Alkyoneus (N. 4.29) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον tombstone (N. 10.67)
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. λίθος, πέτρα
2. μτφ. δείγμα συναισθηματικής σκληρότητας («ὡς δὲ πέτρος ἤ θαλάσσιος κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων», Ευρ.)
3. μτφ. δείγμα αναισθησίας («νόῳ πέτρος ὁ τῆσδε [τῆς πηγῆς] πιών», Σωτ)
4. είδος καλαμιού
5. φρ. «πάντα πέτρον κινῶ» χρησιμοποιώ κάθε μέσο («οὐκ ἐχρῆν με... πάντα κινῆσαι πέτρον, κτείνοντα κἀκβάλλοντα καὶ τεχνώμενον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πέτρα με αλλαγή γένους. Η λ απαντά και ως θηλ. αναλογικά προς τον τ. λίθος (ο, η), ο οποίος είναι και πιο συχνά χρησιμοποιούμενος].
Greek Monotonic
πέτρος: ὁ, ο πέτρινος λίθος που διακρίνεται από την πέτρα(βλ. αυτ.)· στον Όμηρ. χρησιμ. από πολεμιστές, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· βαλὼν μυλοειδέεϊ πέτρῳ, στο ίδ.· επίρρ., πάντα κινῆσαι πέτρον, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πέτρος: ὁ, Anth. тж. ἡ
1) камень (μάρμαρος Hom.): πέτροισι λευσθῆναι Soph. быть побитым камнями; πάντα κινῆσαι πέτρον погов. Eur. привести все камни в движение, т. е. употребить все средства; πέτρου φύσις Soph. каменная порода, т. е. камень;
2) скала: ἐν κατηρεφει πέτρῳ Soph. в скалистой пещере.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέτρος -ου, ὁ [~ πέτρα] poët., steen, rots, rotsblok; overdr..; καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας want je zou zelfs een steen boos maken Soph. OT 334; uitdr..; πάντα κινῆσαι πέτρον elke steen omkeren Eur. Hcld. 1002; grafsteen. AP 7.465.3.
Middle Liddell
πέτρος, ὁ,
a stone, distinguished from πέτρα (v. sub voce); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.: —proverb., πάντα κινῆσαι πέτρον Eur.