βαλανεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=valaneys
|Transliteration C=valaneys
|Beta Code=balaneu/s
|Beta Code=balaneu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bath]] [[attendant]], [[bath-man]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1403</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>710</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344d</span>, etc.: [[proverb|prov.]], βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων <span class="bibl">Diogenian.3.64</span>.</span>
|Definition=έως, ὁ, [[bath]] [[attendant]], [[bath-man]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1403</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>710</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344d</span>, etc.: [[proverb|prov.]], βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων <span class="bibl">Diogenian.3.64</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνεύς Medium diacritics: βαλανεύς Low diacritics: βαλανεύς Capitals: ΒΑΛΑΝΕΥΣ
Transliteration A: balaneús Transliteration B: balaneus Transliteration C: valaneys Beta Code: balaneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, bath attendant, bath-man, Ar.Eq.1403, Ra.710, Pl.R.344d, etc.: prov., βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Diogenian.3.64.

German (Pape)

[Seite 428] ὁ (schwerlich mit βάλανος zshgd), der Bader, Ar. Av. 491 u. öfter; Plat. Rep. I, 344 d u. Folgende. Er ist zugleich Bartscherer u. stutzt das Haupthaar u. die Nägel. Die Glossen der VLL. πολυπράγμων, περίεργος zeigen, daß ihre Schwatzhaftigkeit u. unnütze Geschäftigkeit zum Sprichwort geworden.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνεύς: έως, ὁ, ὁ τοῦ λουτροῦ ὑπηρέτης, Λατ. balneator, ὅστις ὤφειλε νὰ κείρῃ τὴν κόμην καὶ τὸν πώγωνα καὶ τοὺς ὄνυχας νὰ ἀποκόπτῃ καὶ νὰ παρέχῃ ῥύμματα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1403, Βατρ. 710, Πλάτ., κτλ. Παροιμιώδης ἦτο ἡ πρόθυμος αὐτῶν φλυαρία, ὡς ἡ τῶν κουρέων, - βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
patron ou garçon de bain.
Étymologie: βαλανεῖον.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνεύς) -έως, ὁ
• Morfología: [át. nom. plu. βαλανῆς Ar.Au.491; gen. sg. βαλαναίος ISmyrna 503 (imper.)]
bañero ἔστιν ἄξιος, πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναι Ar.Eq.1403, ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι, σκυτῆς, βαλανῆς Ar.Au.490, ὁ πονηρότατος β. Ar.Ra.710, cf. Pl.955, IEphesos 2.21 (IV a.C.), PSI 584.7 (III a.C.), ὁ Θρασύμαχος ἐν νῷ εἶχεν ἀπιέναι, ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον Pl.R.344d, cf. UPZ 158a.38, ὥσπερ ὄνος βαλανέως ξύλα καὶ φρύγανα κατακομίζων Plu.2.525e, cf. 235a, Alciphr.3.40.3, τὸν ποταμόν, βαλανεῦ, τίς ἐτείχισε; AP 9.617.1, cf. 11.243.5 (Nicarco), PMich.619.1, 4, 15 (II d.C.), PBerl.Borkowski A2.18, 19, 5.2 (III/IV d.C.), POxy.2006.2 (V/VI d.C.)
fig. ref. a los que se meten en lo que no les importa cotilla Diogenian.1.3.64, βαλανεύς· πολυπράγμων, περίεργος Hsch.
• Etimología: De la raíz *gelH1 en grado ø y α, cf. βάλλω. Tb. se ha rel. mic. qe-ra-navasija de agua caliente’, de *gher- ‘caliente’.

Greek Monolingual

βαλανεύς, ο (Α)
1. υπηρέτης σε λουτρά
2. πολυλογάς, φλύαρος (επειδή ήταν παροιμιώδης η πολυλογία των βαλανέων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον, ως υποχωρητικός σχηματισμός ή, κατ' άλλους, βαλανείον < βαλανεύς (βλ. και βαλανείον)].

Greek Monotonic

βᾰλᾰνεύς: -έως, ὁ, υπηρέτης του λουτρού, Λατ. balneᾱtor, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνεύς: έως ὁ банщик Arph., Plat., Plut.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a bath-man, Lat. balneator .

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανεύς -έως, ὁ badknecht.

English (Woodhouse)

bath attendant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)