σχολείο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(40)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σχολεῑον, ΝΜΑ, και [[σχολειό]] και σκολειό Ν<br /> ο [[τόπος]] όπου γίνεται [[διδασκαλία]], [[διδασκαλείο]], [[εκπαιδευτήριο]] («στην εκκλησιά που παίρνει [[κάθε]] [[βράδυ]] την όψη του σχολειού», Πολέμ.)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[κάθε]] [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, στο οποίο παρέχεται η πρωτοβάθμια ή η δευτεροβάθμια [[εκπαίδευση]], [[καθώς]] και η εξειδικευμένη επαγγελματική ή η τριτοβάθμια [[εκπαίδευση]] («σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης»)<br /> <b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («έβαψαν το [[σχολείο]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[χώρος]] στον οποίο συντελείται η πνευματική [[καλλιέργεια]] [[αλλά]] και η γενικότερη [[παιδεία]] ενός ατόμου («αυτή η δουλειά ήταν ένα αληθινό [[σχολείο]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έβγαλα το [[σχολείο]]» — αποφοίτησα<br /> β) «ελληνικό [[σχολείο]]» — το [[σχολαρχείο]]<br /> γ) «δημοτικό [[σχολείο]]» [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης» <br /> δ) «σχολεία [[μέσης]] εκπαίδευσης» — τα γυμνάσια, τα λύκεια, γενικά [[αλλά]] και [[τεχνικά]], επαγγελματικά, [[καθώς]] και οι ισότιμες επαγγελματικές σχολές<br /> ε) «σχολεία ανώτατης εκπαίδευσης» — το [[πανεπιστήμιο]] και ισότιμα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br /> στ) «[[σχολείο]] εργασίας» — σχολεία στα οποία, ως [[μέθοδος]] ανάπτυξης της διανοητικής ικανότητας των παιδιών, χρησιμοποιείται ο [[συνδυασμός]] της πνευματικής με την χειρωνακτική [[εργασία]] τους<br /> ζ) «κατηχητικό [[σχολείο]]» — [[είδος]] εκκλησιαστικού σχολείου στο οποίο κατηχούνται νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές του χριστιανισμού<br /> η) «μονοτάξια σχολεία» — σχολεία των οποίων οι μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στην [[ίδια]] [[αίθουσα]]<br /> θ) «πρακτικά σχολεία»<br /> (παλαιότερα) σχολεία που είχαν ως σκοπό την πρακτική [[μόρφωση]] των παιδιών<br /> ι) «πειραματικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο ενεργείται [[πειραματισμός]], δηλ. δοκιμαστική [[εφαρμογή]] νέων παιδαγωγικών θεωριών, καινούργιων ή και πρωτοποριακών εκπαιδευτικών αντιλήψεων και παιδονομικών μεθόδων αναφορικά με το αναλυτικό [[πρόγραμμα]], το [[ωρολόγιο]] [[πρόγραμμα]], τις διδακτικές μεθόδους<br /> ια) «κρυφό [[σχολειό]]»<br /> ([[κατά]] την περίοδο της τουρκοκρατίας) η [[παιδεία]] η οποία παρεχόταν σε σχολεία που λειτουργούσαν [[μυστικά]] και στα οποία η [[διδασκαλία]] γινόταν από μοναχούς και άλλους κληρικούς σε μοναστήρια ή σε νάρθηκες εκκλησιών<br /> ιβ) «ειδικά σχολεία» — σχολεία για [[παιδιά]] με ειδικές ανάγκες, [[δηλαδή]] [[παιδιά]] που παρεκλίνουν κοινωνικά, σωματικά ή διανοητικά από τον [[μέσο]] όρο, όπου παρέχεται ειδική [[εκπαίδευση]] με αναπροσαρμογές του κανονικού προγράμματος διδασκαλίας, για να μπορέσουν τα [[παιδιά]] αυτά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους<br /> ιγ) «στρατιωτικά σχολεία» — σχολεία ή σχολές για την [[εκπαίδευση]] νέων που προορίζονται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[νεκροταφείο]], κοιμητήριο<br /> <b>2.</b> [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>δημαρχ</i>-<i>είο</i>[[ν]]). Η λ. ακολούθησε τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[σχολή]] / [[σχολάζω]]. Από αρχική σημ. «κοιμητήριο, [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον [[τόπο]] όπου περνά [[κανείς]] εποικοδομητικά τον καιρό του, το [[εκπαιδευτήριο]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχολή]])].
|mltxt=το / σχολεῖον, ΝΜΑ, και [[σχολειό]] και σκολειό Ν<br /> ο [[τόπος]] όπου γίνεται [[διδασκαλία]], [[διδασκαλείο]], [[εκπαιδευτήριο]] («στην εκκλησιά που παίρνει [[κάθε]] [[βράδυ]] την όψη του σχολειού», Πολέμ.)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[κάθε]] [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, στο οποίο παρέχεται η πρωτοβάθμια ή η δευτεροβάθμια [[εκπαίδευση]], [[καθώς]] και η εξειδικευμένη επαγγελματική ή η τριτοβάθμια [[εκπαίδευση]] («σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης»)<br /> <b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («έβαψαν το [[σχολείο]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[χώρος]] στον οποίο συντελείται η πνευματική [[καλλιέργεια]] [[αλλά]] και η γενικότερη [[παιδεία]] ενός ατόμου («αυτή η δουλειά ήταν ένα αληθινό [[σχολείο]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έβγαλα το [[σχολείο]]» — αποφοίτησα<br /> β) «ελληνικό [[σχολείο]]» — το [[σχολαρχείο]]<br /> γ) «δημοτικό [[σχολείο]]» [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης» <br /> δ) «σχολεία [[μέσης]] εκπαίδευσης» — τα γυμνάσια, τα λύκεια, γενικά [[αλλά]] και [[τεχνικά]], επαγγελματικά, [[καθώς]] και οι ισότιμες επαγγελματικές σχολές<br /> ε) «σχολεία ανώτατης εκπαίδευσης» — το [[πανεπιστήμιο]] και ισότιμα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br /> στ) «[[σχολείο]] εργασίας» — σχολεία στα οποία, ως [[μέθοδος]] ανάπτυξης της διανοητικής ικανότητας των παιδιών, χρησιμοποιείται ο [[συνδυασμός]] της πνευματικής με την χειρωνακτική [[εργασία]] τους<br /> ζ) «κατηχητικό [[σχολείο]]» — [[είδος]] εκκλησιαστικού σχολείου στο οποίο κατηχούνται νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές του χριστιανισμού<br /> η) «μονοτάξια σχολεία» — σχολεία των οποίων οι μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στην [[ίδια]] [[αίθουσα]]<br /> θ) «πρακτικά σχολεία»<br /> (παλαιότερα) σχολεία που είχαν ως σκοπό την πρακτική [[μόρφωση]] των παιδιών<br /> ι) «πειραματικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο ενεργείται [[πειραματισμός]], δηλ. δοκιμαστική [[εφαρμογή]] νέων παιδαγωγικών θεωριών, καινούργιων ή και πρωτοποριακών εκπαιδευτικών αντιλήψεων και παιδονομικών μεθόδων αναφορικά με το αναλυτικό [[πρόγραμμα]], το [[ωρολόγιο]] [[πρόγραμμα]], τις διδακτικές μεθόδους<br /> ια) «κρυφό [[σχολειό]]»<br /> ([[κατά]] την περίοδο της τουρκοκρατίας) η [[παιδεία]] η οποία παρεχόταν σε σχολεία που λειτουργούσαν [[μυστικά]] και στα οποία η [[διδασκαλία]] γινόταν από μοναχούς και άλλους κληρικούς σε μοναστήρια ή σε νάρθηκες εκκλησιών<br /> ιβ) «ειδικά σχολεία» — σχολεία για [[παιδιά]] με ειδικές ανάγκες, [[δηλαδή]] [[παιδιά]] που παρεκλίνουν κοινωνικά, σωματικά ή διανοητικά από τον [[μέσο]] όρο, όπου παρέχεται ειδική [[εκπαίδευση]] με αναπροσαρμογές του κανονικού προγράμματος διδασκαλίας, για να μπορέσουν τα [[παιδιά]] αυτά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους<br /> ιγ) «στρατιωτικά σχολεία» — σχολεία ή σχολές για την [[εκπαίδευση]] νέων που προορίζονται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[νεκροταφείο]], κοιμητήριο<br /> <b>2.</b> [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>δημαρχ</i>-<i>είο</i>[[ν]]). Η λ. ακολούθησε τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[σχολή]] / [[σχολάζω]]. Από αρχική σημ. «κοιμητήριο, [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον [[τόπο]] όπου περνά [[κανείς]] εποικοδομητικά τον καιρό του, το [[εκπαιδευτήριο]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχολή]])].
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / σχολεῖον, ΝΜΑ, και σχολειό και σκολειό Ν
ο τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, διδασκαλείο, εκπαιδευτήριο («στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ την όψη του σχολειού», Πολέμ.)
νεοελλ.
1. κάθε ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο παρέχεται η πρωτοβάθμια ή η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και η εξειδικευμένη επαγγελματική ή η τριτοβάθμια εκπαίδευση («σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης»)
2. (κατ' επέκτ.) το κτήριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα («έβαψαν το σχολείο»)
3. μτφ. κάθε χώρος στον οποίο συντελείται η πνευματική καλλιέργεια αλλά και η γενικότερη παιδεία ενός ατόμου («αυτή η δουλειά ήταν ένα αληθινό σχολείο»)
4. φρ. α) «έβγαλα το σχολείο» — αποφοίτησα
β) «ελληνικό σχολείο» — το σχολαρχείο
γ) «δημοτικό σχολείο» σχολείο πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης»
δ) «σχολεία μέσης εκπαίδευσης» — τα γυμνάσια, τα λύκεια, γενικά αλλά και τεχνικά, επαγγελματικά, καθώς και οι ισότιμες επαγγελματικές σχολές
ε) «σχολεία ανώτατης εκπαίδευσης» — το πανεπιστήμιο και ισότιμα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
στ) «σχολείο εργασίας» — σχολεία στα οποία, ως μέθοδος ανάπτυξης της διανοητικής ικανότητας των παιδιών, χρησιμοποιείται ο συνδυασμός της πνευματικής με την χειρωνακτική εργασία τους
ζ) «κατηχητικό σχολείο» — είδος εκκλησιαστικού σχολείου στο οποίο κατηχούνται νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές του χριστιανισμού
η) «μονοτάξια σχολεία» — σχολεία των οποίων οι μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στην ίδια αίθουσα
θ) «πρακτικά σχολεία»
(παλαιότερα) σχολεία που είχαν ως σκοπό την πρακτική μόρφωση των παιδιών
ι) «πειραματικό σχολείο» — σχολείο στο οποίο ενεργείται πειραματισμός, δηλ. δοκιμαστική εφαρμογή νέων παιδαγωγικών θεωριών, καινούργιων ή και πρωτοποριακών εκπαιδευτικών αντιλήψεων και παιδονομικών μεθόδων αναφορικά με το αναλυτικό πρόγραμμα, το ωρολόγιο πρόγραμμα, τις διδακτικές μεθόδους
ια) «κρυφό σχολειό»
(κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) η παιδεία η οποία παρεχόταν σε σχολεία που λειτουργούσαν μυστικά και στα οποία η διδασκαλία γινόταν από μοναχούς και άλλους κληρικούς σε μοναστήρια ή σε νάρθηκες εκκλησιών
ιβ) «ειδικά σχολεία» — σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, δηλαδή παιδιά που παρεκλίνουν κοινωνικά, σωματικά ή διανοητικά από τον μέσο όρο, όπου παρέχεται ειδική εκπαίδευση με αναπροσαρμογές του κανονικού προγράμματος διδασκαλίας, για να μπορέσουν τα παιδιά αυτά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους
ιγ) «στρατιωτικά σχολεία» — σχολεία ή σχολές για την εκπαίδευση νέων που προορίζονται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό
αρχ.
1. νεκροταφείο, κοιμητήριο
2. αναπαυτήριο, ησυχαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + επίθημα -εῖο(ν) (πρβλ. δημαρχ-είον). Η λ. ακολούθησε τη σημασιολογική εξέλιξη των σχολή / σχολάζω. Από αρχική σημ. «κοιμητήριο, αναπαυτήριο, ησυχαστήριο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον τόπο όπου περνά κανείς εποικοδομητικά τον καιρό του, το εκπαιδευτήριο (βλ. και λ. σχολή)].