θελκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]] Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; [[ἐπῳδή]] Plut. amator. 16 M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]] Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; [[ἐπῳδή]] Plut. amator. 16 M.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
|lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:12, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριος Medium diacritics: θελκτήριος Low diacritics: θελκτήριος Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thelktḗrios Transliteration B: thelktērios Transliteration C: thelktirios Beta Code: qelkth/rios

English (LSJ)

ον, enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.

German (Pape)

[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.

Greek Monolingual

θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

θελκτήριος:
1) околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2) чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3) завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4) успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).

Middle Liddell

θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

enchantment, soothing, affecting the senses like a spell

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)