καταδυναστεύω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=opprimer, tyranniser, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δυναστεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδῠναστεύω''': ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, [[καταθλίβω]], τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ. | |lstext='''καταδῠναστεύω''': ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, [[καταθλίβω]], τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 22:29, 1 October 2022
English (LSJ)
A oppress, τινα LXXEx.1.13,al.; τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς ib.Am.8.4: metaph., δέδοικα μὴ πλοῦτός με -εύσῃ X.Smp.5.8; τινος D.S.13.73, Ep.Jac.2.6: abs., Str.16.1.26, Ph.1.421, Plu.2.367d:—Pass., to be oppressed, PPetr.3p.74 (iii B.C.), LXXNe.5.5, D.S.37.8; ὑπό τινος Str.6.2.4; ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38; ταῦτα -εύετο ἕκαστα these districts were under their several rulers, Str.7.7.8. 2 get control, abs., of mutineers, Ps.-Ptol. Centil.56.
German (Pape)
[Seite 1347] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T.
French (Bailly abrégé)
opprimer, tyranniser, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, δυναστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
καταδῠναστεύω: ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, καταθλίβω, τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ.
English (Strong)
from κατά and a derivative of δυνάστης; to exercise dominion against, i.e. oppress: oppress.
English (Thayer)
(κατάθεμα) καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; ' Teaching' 16,5 [ET]). Not found in secular authors.
Greek Monolingual
(AM καταδυναστεύω)
καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή
αρχ.
1. παθ. καταδυναστεύομαι
κυβερνώμαι
2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου.
Greek Monotonic
καταδῠναστεύω: μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταδῠναστεύω:
1) притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);
2) перен. подавлять, губить (τινά Xen.);
3) pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδυναστεύω onderwerpen, met gen.; pass.: τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου degenen die in de macht zijn van de duivel NT Act. Ap. 10.38.
Middle Liddell
fut. σω
to exercise power over, Xen.
Chinese
原文音譯:katadunasteÚw 卡他-低那士跳哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-能
字義溯源:實施統制,剝削,管轄,壓制,欺壓;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(δυνάστης)=統治者)組成;而 (δυνάστης)出自(δύναμαι)*=能夠)
出現次數:總共(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 欺壓(1) 雅2:6;
2) 壓制的(1) 徒10:38