παλαιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0446.png Seite 446]] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν [[ἐφεδρεία]], Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς [[κεῖνος]], Soph. Phil. 429. – 2) = [[παλαιστή]], Sp., wie S. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0446.png Seite 446]] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν [[ἐφεδρεία]], Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς [[κεῖνος]], Soph. Phil. 429. – 2) = [[παλαιστή]], Sp., wie S. Emp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lutteur;<br /><b>2</b> rival, adversaire <i>en gén.</i><br /><b>3</b> rusé, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παλαιστής''': -οῦ, ὁ ([[παλαίω]]) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.<br />2) [[καθόλου]], [[ἀντίπαλος]], [[ἐχθρός]], τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. [[κεῖνος]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· [[ἔνθερμος]] [[μνηστήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ [[παλαστή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).
|lstext='''παλαιστής''': -οῦ, ὁ ([[παλαίω]]) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.<br />2) [[καθόλου]], [[ἀντίπαλος]], [[ἐχθρός]], τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. [[κεῖνος]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· [[ἔνθερμος]] [[μνηστήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ [[παλαστή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lutteur;<br /><b>2</b> rival, adversaire <i>en gén.</i><br /><b>3</b> rusé, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 07:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστής Medium diacritics: παλαιστής Low diacritics: παλαιστής Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: palaistḗs Transliteration B: palaistēs Transliteration C: palaistis Beta Code: palaisth/s

English (LSJ)

(A), οῦ, ὁ, (παλαίω) A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg.819b, Trag.Adesp.383.3, etc.; ἄνδρες π. Ar.Lys.1083; παῖδες π. CIG1969 (Thessalonica); σὺν σάκει… π., of soldiers, S.Fr.859 (lyr.). 2 generally, rival, adversary, τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr.920; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph.431; λόχος… ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp.704. 3 suitor, A.Ag. 1206.
πᾰλαιστής (B), v. παλαστή.

German (Pape)

[Seite 446] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν ἐφεδρεία, Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, Soph. Phil. 429. – 2) = παλαιστή, Sp., wie S. Emp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 lutteur;
2 rival, adversaire en gén.
3 rusé, fourbe.
Étymologie: παλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.
2) καθόλου, ἀντίπαλος, ἐχθρός, τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. κεῖνος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ἔνθερμος μνηστήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ παλαστή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).

English (Autenrieth)

(παλαίω): wrestler, pl., Od. 8.246†.

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) παλαίω
αυτός που ασκεί το αγώνισμα της πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση
αρχ.
1. αντίπαλος, εχθρός
2. συναγωνιστής
3. στρατιώτηςλόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.).
(II)
παλαιστής, ὁ (Α)
η παλαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιστή / παλαστή, κατά το μετρητής.

Greek Monotonic

πᾰλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω
1. παλαιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. γενικά, αντίπαλος, εχθρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· υποψήφιος μνηστήρας, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιστής -οῦ, ὁ [παλαίω] worstelaar:; οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν... οὐδὲ παλαισταί want wij zijn geen boksers of worstelaars Od. 8.246; overdr.: σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος hij kent alle kunstgrepen (van Odysseus) Soph. Ph. 431; ἀλλ’ ἦν παλαιστὴς κάρτ’ ἐμοί hij wrong zich in allerlei bochten om mij te krijgen (Cassandra over Apollo) Aeschl. Ag. 1206. uitbr. rivaal, mededinger, tegenstander.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιστής: οῦ ὁ
1) борец, атлет Hom., Her., Plat., Arph. etc.;
2) боец, воин Soph., Eur. etc.;
3) противник, соперник Aesch.;
4) Sext. = παλαστή.

Middle Liddell

πᾰλαιστής, οῦ, ὁ, παλαίω
1. a wrestler, Hdt., Plat., etc.
2. generally, a rival, adversary, Aesch., Soph.: a candidate, suitor, Aesch.

English (Woodhouse)

rival, wooer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)