ἀμνίον: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' [[ἀμνίον]] εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse [[αἱμνίον]] schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' [[ἀμνίον]] εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse [[αἱμνίον]] schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase pour le sang des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνίον''': (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ [[χιτών]], «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν [[ἔνδοθεν]] λεπτότερον [[ὄντα]] καὶ μαλακώτερον [[ἀμνίον]] Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀμνεῖος]] [[χιτών]]: πρβλ. [[πωλίον]] ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀμνός]], «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου. | |lstext='''ἀμνίον''': (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ [[χιτών]], «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν [[ἔνδοθεν]] λεπτότερον [[ὄντα]] καὶ μαλακώτερον [[ἀμνίον]] Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀμνεῖος]] [[χιτών]]: πρβλ. [[πωλίον]] ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀμνός]], «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
(not so well ἄμνιον), τό, A bowl in which the blood of victims was caught, Od.3.444. 2 inner membrane round the foetus, Emp.71; cf. ἀμνειός. II Dim. of ἀμνός, Hermipp.3 (Ἄμνιος as pr. n. wrongly Et.Gen.).
Spanish (DGE)
-ου, τό corderito Hermipp.3.
-ου, τό
1 lebrillo para recoger la sangre de los sacrificios Od.3.444.
2 anat. amnios Emp.B 70, Sor.Lat.55 (p.19).
• Etimología: Etim. desconocida. Popularmente se podría entender como dim. de ἀμνός, confundiéndolo con 2 ἀμνίον.
German (Pape)
[Seite 126] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' ἀμνίον εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse αἱμνίον schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le sang des sacrifices.
Étymologie: ἀμνός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνίον: (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ χιτών, «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν ἔνδοθεν λεπτότερον ὄντα καὶ μαλακώτερον ἀμνίον Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― ὡσαύτως ἀμνεῖος χιτών: πρβλ. πωλίον ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀμνός, «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου.
English (Autenrieth)
basin for receiving the blood of sacrificial victims, Od. 3.444†. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
βλ. άμνιο.
(II)
ἀμνίον, το (Α) ἀμνός
(υποκοριστικό του αμνός) αρνάκι.
Greek Monotonic
ἀμνίον: τό, δοχείο στο οποίο συγκεντρώνεται το αίμα των σφάγιων, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀμνίον: τό
1) чаша для жертвенной крови Hom.;
2) анат. амнион, зародышевая оболочка Emped.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: vase to receive the blood of a sacrifice (γ 444); s. Brommer Herm. 77, 357 and 364.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connects ἀμάομαι, which is no more than a guess.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
a bowl in which the blood of victims was caught, Od.
Frisk Etymology German
ἀμνίον: {amníon}
Grammar: n.
Meaning: Opferschale (γ 444), zur Bedeutung s. Brommer Herm. 77, 357 und 364.
Etymology: Wahrscheinlich zur selben Sippe wie ἀμάομαι, aber die Bildungsweise ist nicht genügend aufgeklärt. Solmsen Wortforsch. 183 geht von einem Verbalnomen *ἅμων Becher, eig. "Sammler", aus, wovon ἀμνίον ein Deminutivum wäre.
Page 1,93