ἀμφέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. 3ᵉ sg. ao.2</i> [[ἀμφήλυθε]];<br />venir autour de ; s'approcher de.<br />'''Étymologie:''' ἀμφι, [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] [[πανταχόθεν]], παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., [[ὥστε]] με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.
|lstext='''ἀμφέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] [[πανταχόθεν]], παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., [[ὥστε]] με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. 3ᵉ sg. ao.2</i> [[ἀμφήλυθε]];<br />venir autour de ; s'approcher de.<br />'''Étymologie:''' ἀμφι, [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφέρχομαι Medium diacritics: ἀμφέρχομαι Low diacritics: αμφέρχομαι Capitals: ΑΜΦΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: amphérchomai Transliteration B: ampherchomai Transliteration C: amferchomai Beta Code: a)mfe/rxomai

English (LSJ)

A surround, Hom. only aor. 2, c. acc., με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122; με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή 12.369. II intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν (pf. inf.) ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI4999 (Gortyn).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἀμφήλυθε Od.6.122, 12.369; perf. inf. ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.4.42B.4 (Gortina V a.C.)]
1 rodear με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή Od.12.369.
2 intr. girar, pasar, transcurrir (el tiempo) πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.l.c.

German (Pape)

[Seite 133] Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ sg. ao.2 ἀμφήλυθε;
venir autour de ; s'approcher de.
Étymologie: ἀμφι, ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι πανταχόθεν, παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., ὥστε με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.

English (Autenrieth)

come about, ‘sound’ or ‘rise about,’ of sound or savor ‘stealing overone, ‘meeting the senses,’ only aor. ἀμφήλυθε, ζ 122, Od. 12.369. (Od.)

Greek Monolingual

ἀμφέρχομαι (Α)
(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἔρχομαι.

Greek Monotonic

ἀμφέρχομαι: αποθ. με αόρ. βʹ ἀμφ-ήλῠθον, περιτυλίγω κάποιον, περικυκλώνω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέρχομαι: (только aor.) подходить отовсюду, т. е. окружать: κνίσης ἀϋτμὴ ἀμφήλυθέ με Hom. меня обдал запах жареного; ἀϋτὴ ἀμφήλυθέ με Hom. до меня донесся крик.

Middle Liddell


Dep. to come round one, surround, Od.