ἀφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. [[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
|lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. [[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνεια Medium diacritics: ἀφάνεια Low diacritics: αφάνεια Capitals: ΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: apháneia Transliteration B: aphaneia Transliteration C: afaneia Beta Code: a)fa/neia

English (LSJ)

ἡ, A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37. 2 invisibility, Dam. Pr.6. II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφανία A.D.Synt.341.8
• Prosodia: [-φᾰ-]
I 1incertidumbre, imposibilidad de vislumbrar ἀ. τύχας ... πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι imposibilidad de vislumbrar la fortuna antes de alcanzar la meta final Pi.I.3(4).49.
2 fig. oscuridad de linaje ἀξιώματος ἀφανείᾳ por la oscuridad de su situación social Th.2.37, ὡς καὶ ἀπάτορος αὐτοῦ ὑπ' ἀφανείας ὄντος en la idea de que era huérfano por la oscuridad de su linaje D.C.76.9.4.
3 invisibilidad ἀφάνειαν καθ' ἣν ἀγνοεῖται καὶ ἀφανές ἐστι τοῖς πᾶσιν ... καθάπερ ἡ τυφλότης Dam.Pr.6.
II desaparición, destrucción οὐ γάρ ἐστιν ἔπαλξις ... ἀνδρὶ λακτίσαντι ... δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν no hay baluarte de defensa para el que derriba con el pie el altar de la justicia para su destrucción A.A.384, cf. Procl.in Prm.1072.6.

German (Pape)

[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.

English (Slater)

ᾰφᾰνεια obscurity, uncertainty c. gen. ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)

Greek Monolingual

η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.

Greek Monotonic

ἀφάνεια: ἡ,
I. αφάνεια, σκοτάδι, ασάφεια, ἀξιώματος ἀφάνεια, έλλειψη ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.
II. εξαφάνιση, ολοκληρωτική απώλεια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφάνεια: (φᾰ) ἡ
1) темнота, неясность (τύχας Pind.);
2) безвестность, незнатность (ἀξιώματος Thuc.);
3) исчезновение, гибель (λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.).

Middle Liddell

[From ἀφανής
I. obscurity, ἀξιώματος ἀφ. want of illustrious birth, Thuc.
II. disappearance, utter destruction, Aesch.