ἐπαμύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> secourir, défendre : τινι qqn;<br /><b>2</b> repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰμύνω''': [[σπεύδω]] εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ [[ἐπαμύνω]] Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
|lstext='''ἐπᾰμύνω''': [[σπεύδω]] εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ [[ἐπαμύνω]] Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> secourir, défendre : τινι qqn;<br /><b>2</b> repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμύνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμύνω Medium diacritics: ἐπαμύνω Low diacritics: επαμύνω Capitals: ΕΠΑΜΥΝΩ
Transliteration A: epamýnō Transliteration B: epamynō Transliteration C: epamyno Beta Code: e)pamu/nw

English (LSJ)

A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc. 2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b. 3 ward off, δολίην v.l. for ἀπ- in AP5.6 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.

French (Bailly abrégé)

1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).

Greek Monotonic

ἐπᾰμύνω: μέλ. -ῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζομαι, βοηθώ, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰμύνω: (ῡ) (эп. inf. praes. ἐπαμυνέμεν, aor. conjct. ἐπαμύνω)
1) оказывать помощь, защищать (τινί Hom., Arst., Plut.): ἐ. τοῖς πράγμασιν Dem. стараться поправить дела; οἱ ἐπαμύνοντες λόγοι Plat. доводы, доказательства;
2) защищать (от чего-л.), предотвращать (συμφοραῖς Isocr.).

Middle Liddell

fut. -ῠνῶ
to come to aid, defend, assist, τινί Il., Thuc., etc.:—absol., Il., Hdt., etc.