ἐπιπλάσσω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] (s. [[πλάσσω]]), 1) darausstreichen, beschmieren, τί τινι, Galen.; auch τί, Etwas zustreichen, zuschmieren, Medic.; vgl. ἐπιπλάττει τὰ ὦτα Arist. probl. 3, 27; – [[ἐπιπλαστέον]], man muß bestreichen, Geop. – 2) dazu bilden, Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] (s. [[πλάσσω]]), 1) darausstreichen, beschmieren, τί τινι, Galen.; auch τί, Etwas zustreichen, zuschmieren, Medic.; vgl. ἐπιπλάττει τὰ ὦτα Arist. probl. 3, 27; – [[ἐπιπλαστέον]], man muß bestreichen, Geop. – 2) dazu bilden, Philo. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπιπλάσω;<br />mouler sur ; appliquer un enduit de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἐπιθέτω ἢ [[ἐπαλείφω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν [[δακτύλιον]] Ἡρόδ. 2. 38· τι ἐπί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 2· τί τινι Γαλην. ΙΙ. «βουλλώνω», «στουπώνω», τὰ ὦτα Ἀριστ. Προβλ. 3. 27· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Αἰσθ. 8. | |lstext='''ἐπιπλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἐπιθέτω ἢ [[ἐπαλείφω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν [[δακτύλιον]] Ἡρόδ. 2. 38· τι ἐπί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 2· τί τινι Γαλην. ΙΙ. «βουλλώνω», «στουπώνω», τὰ ὦτα Ἀριστ. Προβλ. 3. 27· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Αἰσθ. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:45, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. ἐπιπλάττω, A spread or plaster on, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας Hdt.2.38; τι ἐπὶ δῆγμα Thphr.HP9.13.3; τί τινι Gal.11.86. II. plaster up, τὰ ὦτα Arist.Pr.875a36; τοὺς πόρους Thphr.Sens.8. III. mould upon, ποπάνοις ἵππον ποτάμιον Plu.2.371d, cf. 362f:—Pass., ναστὸς ἐπιπεπλασμένος moulded, IG22.1367. IV. Med., plaster over, νηδύν Ael.Fr.89.
German (Pape)
[Seite 970] (s. πλάσσω), 1) darausstreichen, beschmieren, τί τινι, Galen.; auch τί, Etwas zustreichen, zuschmieren, Medic.; vgl. ἐπιπλάττει τὰ ὦτα Arist. probl. 3, 27; – ἐπιπλαστέον, man muß bestreichen, Geop. – 2) dazu bilden, Philo.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιπλάσω;
mouler sur ; appliquer un enduit de, acc..
Étymologie: ἐπί, πλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἐπιθέτω ἢ ἐπαλείφω τι ἐπάνω εἴς τι, γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον Ἡρόδ. 2. 38· τι ἐπί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 2· τί τινι Γαλην. ΙΙ. «βουλλώνω», «στουπώνω», τὰ ὦτα Ἀριστ. Προβλ. 3. 27· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Αἰσθ. 8.
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) πλάσσω
νεοελλ.
καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω
αρχ.
1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.)
2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)
3. πλάθω, σχηματίζω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπιπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άσω [ᾰ], απλώνω, επιθέτω ως έμπλαστρο επάνω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλάσσω: атт. ἐπιπλάττω (fut. ἐπιπλάσω)
1) намазывать, накладывать (γῆν σημαντρίδα Her.);
2) замазывать, затыкать, закрывать (τὰ ὦτα Arst.): αἰσθήσεις ἐπιπεπλασμέναι Arst. спутанное сознание.