ἰσορροπία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i)sorropi/a
|Beta Code=i)sorropi/a
|Definition=ἡ, [[equipoise]], [[equilibrium]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 109a</span>: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου <span class="bibl">Agath.4.25</span>.
|Definition=ἡ, [[equipoise]], [[equilibrium]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 109a</span>: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου <span class="bibl">Agath.4.25</span>.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσορροπία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
|lstext='''ἰσορροπία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορροπία Medium diacritics: ἰσορροπία Low diacritics: ισορροπία Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Transliteration A: isorropía Transliteration B: isorropia Transliteration C: isorropia Beta Code: i)sorropi/a

English (LSJ)

ἡ, equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.

Greek Monotonic

ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσορροπία:равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.

Middle Liddell

ἰσορροπία, ἡ,
equipoise, equilibrium, Plat. [from ἰσόρροπος

English (Woodhouse)

equilibrium, equipoise

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)