κερδοσύνη: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>seul. dat. adv.</i> • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><i>seul. dat. adv.</i> • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κερδοσύνη:''' ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κερδοσύνη:''' ἡ όπως το [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· δοτ., <i>κερδοσύνῃ</i> ως επίρρ., με [[πανουργία]], δόλια, σε Όμηρ. | |lsmtext='''κερδοσύνη:''' ἡ όπως το [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· δοτ., <i>κερδοσύνῃ</i> ως επίρρ., με [[πανουργία]], δόλια, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κερδοσύνη''': ἡ, ὡς τὸ [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κερδοσύνη]], ἡ,<br />like [[κερδαλεότης]], [[cunning]], [[craft]]: dat. κερδοσύνῃ as adv., by [[craft]], [[cunningly]], Hom. | |mdlsjtxt=[[κερδοσύνη]], ἡ,<br />like [[κερδαλεότης]], [[cunning]], [[craft]]: dat. κερδοσύνῃ as adv., by [[craft]], [[cunningly]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as adverb, cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.
German (Pape)
[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251.
Russian (Dvoretsky)
κερδοσύνη: ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.
English (Autenrieth)
craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.
Greek Monolingual
κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος)
1. πανουργία, δόλος, πονηριά
2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη
με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κερδοσύνη: ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.
Middle Liddell
κερδοσύνη, ἡ,
like κερδαλεότης, cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as adv., by craft, cunningly, Hom.