πάρημαι: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>inf.</i> παρῆσθαι, <i>impf.</i> παρήμην;<br />être assis auprès de, τινι ; <i>p. ext.</i> rester auprès de, à côté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧμαι]]. | |btext=<i>inf.</i> παρῆσθαι, <i>impf.</i> παρήμην;<br />être assis auprès de, τινι ; <i>p. ext.</i> rester auprès de, à côté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧμαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάρημαι:''' (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сидеть возле]], [[находиться рядом]] ([[νηυσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[наседать]], [[донимать]]: παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πάρημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του [[παρίζω]], [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά, [[παρακάθημαι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>ἀλλοτρίοισι παρήμενος</i>, [[παρευρίσκομαι]], [[διασκεδάζω]] με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[κατοικώ]] μαζί, [[σύεσσι]] [[πάρημαι]], στο ίδ.· απόλ., [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ. | |lsmtext='''πάρημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του [[παρίζω]], [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά, [[παρακάθημαι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>ἀλλοτρίοισι παρήμενος</i>, [[παρευρίσκομαι]], [[διασκεδάζω]] με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[κατοικώ]] μαζί, [[σύεσσι]] [[πάρημαι]], στο ίδ.· απόλ., [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πάρημαι''': [[κυρίως]] παθ. πρκμ. τοῦ [[παρίζω]], [[κάθημαι]] πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ [[καθόλου]], κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ [[ἧπαρ]] τοῦ Τιτυοῦ, [[ἑκάτερθε]] παρημένῳ [[ἧπαρ]] ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ [[καθόλου]], εἶμαι παρὼν ἢ [[πρόχειρος]], Τ. 209. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[properly]] perf. [[pass]]. of [[παρίζω]]<br />to be [[seated]] [[beside]] or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος [[seated]] at [[other]] men's tables, Od.: [[generally]], to [[dwell]] with, [[σύεσσι]] π. Od.:—absol. to sit [[beside]] or near, Hom. | |mdlsjtxt=[[properly]] perf. [[pass]]. of [[παρίζω]]<br />to be [[seated]] [[beside]] or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος [[seated]] at [[other]] men's tables, Od.: [[generally]], to [[dwell]] with, [[σύεσσι]] π. Od.:—absol. to sit [[beside]] or near, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:07, 2 October 2022
English (LSJ)
used as pf. Pass. of παρίζω, A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456: generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407. 2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.
German (Pape)
[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.
French (Bailly abrégé)
inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.
Russian (Dvoretsky)
πάρημαι: (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)
1) сидеть возле, находиться рядом (νηυσί Hom.);
2) наседать, донимать: παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.
English (Autenrieth)
part. παρήμενος: sit down at or near, remain or dwell near, Od. 13.407; implying annoyance, Il. 9.311.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον
2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου
3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον
4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του παρέζομαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (πρβλ. κάθ-ημαι)].
Greek Monotonic
πάρημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του παρίζω, κάθομαι δίπλα ή κοντά, παρακάθημαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ἀλλοτρίοισι παρήμενος, παρευρίσκομαι, διασκεδάζω με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, κατοικώ μαζί, σύεσσι πάρημαι, στο ίδ.· απόλ., κάθομαι δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.
Middle Liddell
properly perf. pass. of παρίζω
to be seated beside or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος seated at other men's tables, Od.: generally, to dwell with, σύεσσι π. Od.:—absol. to sit beside or near, Hom.