πολλαπλόος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος. | |btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολλαπλόος -όη -όον, contr. πολλαπλοῦς -ῆ -οῦν [πολύς, ~ διπλόος] veelvoudig:; βίος διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς een dubbel leven of één dat vele malen langer is Plat. Tim. 75b; ὄνομα πολλαπλοῦν een veelvoudig samengesteld woord Aristot. Poët. 1457a36; overdr.. ἀνήρ... πολλαπλοῦς een man die meerdere rollen speelt Plat. Resp. 397e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολλαπλόος:''' стяж. [[πολλαπλοῦς]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[многократный]], [[во много раз больший]] ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[многосложный]], [[составленный из многих элементов]] ([[ὄνομα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[многосторонний]], [[многогранный]] ([[ἀνήρ]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολλαπλόος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> [[manifold]], [[many]] times as [[long]], Plat.; [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν multicompound, opp. to ἁπλοῦν, Arist.<br /><b class="num">II.</b> metaph., ἀνὴρ π. not [[simple]] and [[straightforward]], Plat. | |mdlsjtxt=[[πολλαπλόος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> [[manifold]], [[many]] times as [[long]], Plat.; [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν multicompound, opp. to ἁπλοῦν, Arist.<br /><b class="num">II.</b> metaph., ἀνὴρ π. not [[simple]] and [[straightforward]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, contr. πολλα-πλοῦς, ῆ, οῦν, A manifold, many times as long, βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti.75b; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po.1457a35; π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8. II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R.397e.
German (Pape)
[Seite 658] zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
όη, όον;
1 multiple;
2 fig. qui prend toutes sortes de formes, artificieux.
Étymologie: πολύς, -πλοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλόος -όη -όον, contr. πολλαπλοῦς -ῆ -οῦν [πολύς, ~ διπλόος] veelvoudig:; βίος διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς een dubbel leven of één dat vele malen langer is Plat. Tim. 75b; ὄνομα πολλαπλοῦν een veelvoudig samengesteld woord Aristot. Poët. 1457a36; overdr.. ἀνήρ... πολλαπλοῦς een man die meerdere rollen speelt Plat. Resp. 397e.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλόος: стяж. πολλαπλοῦς 2
1) многократный, во много раз больший (βίος Plat.);
2) многосложный, составленный из многих элементов (ὄνομα Arst.);
3) многосторонний, многогранный (ἀνήρ Plat.).
Greek Monotonic
πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. -πλοῦς, -ῆ, -οῦν,
I. πολλαπλός, αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· ὄνομα πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το ἁπλοῦν, σε Αριστ.
II. μεταφ., ἀνὴρ πολλαπλόος, όχι απλός και ευθύς, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. πλοῦς, ῆ, οῦν, πολλάκις τοσοῦτος, βίος, διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· ὄνομα πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ εὐθύς, Πλάτ. Πολ. 397Ε.
Middle Liddell
πολλαπλόος, η, ον
I. manifold, many times as long, Plat.; ὄνομα πολλαπλοῦν multicompound, opp. to ἁπλοῦν, Arist.
II. metaph., ἀνὴρ π. not simple and straightforward, Plat.