τριόρχης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de faucon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄρχις]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de faucon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄρχις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριόρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄρχεις· μεταφορ. [[λίαν]] [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, [[ἴσως]] Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε [[τρίορχος]]. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κενταυρίς]], Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68.
|elnltext=τριόρχης -ου, ὁ, ook τρίορχος -ου, ὁ buizerd (vogel).
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐόρχης:''' ου adj. m [[ὄρχις]] похотливый Polyb.<br /><b class="num">[[τριόρχης]]:</b> ου ὁ предполож. сарыч (Falco [[buteo]]) Arph., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐόρχης:''' ου adj. m [[ὄρχις]] похотливый Polyb.<br /><b class="num">[[τριόρχης]]:</b> ου ὁ предполож. сарыч (Falco [[buteo]]) Arph., Arst.
|lstext='''τριόρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄρχεις· μεταφορ. [[λίαν]] [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, [[ἴσως]] Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε [[τρίορχος]]. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κενταυρίς]], Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=τριόρχης -ου, , ook τρίορχος -ου, ὁ buizerd (vogel).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj