κλητεύω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=citer en justice.<br />'''Étymologie:''' [[κλητός]]. | |btext=citer en justice.<br />'''Étymologie:''' [[κλητός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλητεύω [κλητός] dagvaarden. als getuige optreden:; ἕλκω σε κλητεύσοντα ik sleur je mee om te getuigen Aristoph. Nub. 1218; met dat.: γυναικὶ κλητεύεις; treed je op als getuige voor een vrouw? Aristoph. Ve. 1413. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλητεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вызывать в суд]] (τινά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[штрафовать свидетеля за неявку в суд]] (ἀναγκάζειν τινὰ ἢ μαρτυρεῖν ἢ κ. αὐτόν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[выступать свидетелем на суде]]: κ. τινί Arph. свидетельствовать в пользу кого-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] στο δικαστήριο ή [[δίνω]] [[απόδειξη]] ότι έχει επιδοθεί [[κλήτευση]] (βλ. [[κλητήρ]]), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] στο δικαστήριο ή [[δίνω]] [[απόδειξη]] ότι έχει επιδοθεί [[κλήτευση]] (βλ. [[κλητήρ]]), σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κλητεύω]], fut. -σω<br />to [[summon]] [[into]] [[court]] or [[give]] [[evidence]] that a [[summons]] has been served (v. κλητήῤ, Ar. | |mdlsjtxt=[[κλητεύω]], fut. -σω<br />to [[summon]] [[into]] [[court]] or [[give]] [[evidence]] that a [[summons]] has been served (v. κλητήῤ, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 2 October 2022
English (LSJ)
summon into court, or give evidence that a legal summons has been served, Ar.Nu.1218; τινα D.18.150; τινι Ar.V. 1413, cf. Is.Fr.108, D.32.30:—Med., procure the issuing of the summons, κ. τὴν δίκην Arist.Pr.951a27:—Pass., = ἐκκλητεύεσθαι, Is. l.c.
German (Pape)
[Seite 1452] 1) vor Gericht fordern, vorladen, Dem. 18, 180; bes. Einen, der sich weigert, ein Zeugniß abzulegen, vor Gericht fordern u. ihn zwingen, die Strafe zu bezahlen, ἀναγκάσω αὐτὸν ἢ μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι ἢ κλητεύσω αὐτόν 59, 28; vgl. Poll. 8, 36; – κλητεύεσθαι = ἐκκλητεύεσθαι, Harpocr.; κλητεύεσθαι τὴν δίκην Arist. probl. 29, 13. – 2) Zeuge sein vor Gericht, Harpocr. u. B. A. 272, b; so Ar. Nubb. 1218, τινί Vesp. 1413.
French (Bailly abrégé)
citer en justice.
Étymologie: κλητός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλητεύω [κλητός] dagvaarden. als getuige optreden:; ἕλκω σε κλητεύσοντα ik sleur je mee om te getuigen Aristoph. Nub. 1218; met dat.: γυναικὶ κλητεύεις; treed je op als getuige voor een vrouw? Aristoph. Ve. 1413.
Russian (Dvoretsky)
κλητεύω:
1) вызывать в суд (τινά Dem.);
2) штрафовать свидетеля за неявку в суд (ἀναγκάζειν τινὰ ἢ μαρτυρεῖν ἢ κ. αὐτόν Dem.);
3) выступать свидетелем на суде: κ. τινί Arph. свидетельствовать в пользу кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
κλητεύω: καλῶ εἰς τὸ δικαστήριον ἢ δίδω μαρτυρίαν ὅτι δικαστικὴ κλῆσις ἐδόθη (ἴδε κλητήρ), Ἀριστοφ. Νεφ. 1218· τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1413· πρβλ. Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Δημ. 277. 14., 890. 17· ― Μέσ., προκαλῶ τὴν ἔκδοσιν κλήσεως, Ἀριστ. Προβλ. 29. 13, 2.
Greek Monolingual
(Α κλητεύω) κλητός
καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.)
αρχ.
1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», Πολυδ.)
2. καταθέτω μαρτυρία στο δικαστήριο, μαρτυρώ («ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ' ἕνεκα νυνὶ χρημάτων ἕλκω σε κλητεύσοντα», Αριστοφ.)
3. μέσ. κλητεύομαι
προκαλώ την έκδοση κλήσεως.
Greek Monotonic
κλητεύω: μέλ. -σω, καλώ στο δικαστήριο ή δίνω απόδειξη ότι έχει επιδοθεί κλήτευση (βλ. κλητήρ), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κλητεύω, fut. -σω
to summon into court or give evidence that a summons has been served (v. κλητήῤ, Ar.