δρύοχοι: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων, οἱ<br /><b class="num">I</b> náut.<br /><b class="num">1</b> [[puntales de roble]], [[escoras]] sobre las que se arman barcos en los astilleros ἵστασχ' ἑξείης, δρυόχους ὥς ponía en fila (las hachas) como escoras de astillero</i>, <i>Od</i>.19.574, cf. Sch.<i>ad loc</i>., Eust.1878.63, δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Archimel.<i>SHell</i>.202.3<br /><b class="num">•</b>simpl. [[astilleros]] ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι εἴκοσι ... σκάφη Plb.1.38.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fundamento]], [[base]] οἷον ἐκ δρυόχων Pl.<i>Ti</i>.81b, cf. Plu.2.321e, δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς poner las bases de una nueva pieza teatral</i> ref. al proemio, Ar.<i>Th</i>.52.<br /><b class="num">2</b> [[cuadernas]] Procop.<i>Goth</i>.4.22.12, Sch.A.R.1.723-724<br /><b class="num">•</b>meton. [[barco]] ἐπὶ πλωτῶν δρυόχων <i>GDRK</i> 22.6.<br /><b class="num">II</b> [[agujero]] del hacha en el que se inserta el mango, Hsch., Sch.<i>Od</i>.19.574. | |dgtxt=-ων, οἱ<br /><b class="num">I</b> náut.<br /><b class="num">1</b> [[puntales de roble]], [[escoras]] sobre las que se arman barcos en los astilleros ἵστασχ' ἑξείης, δρυόχους ὥς ponía en fila (las hachas) como escoras de astillero</i>, <i>Od</i>.19.574, cf. Sch.<i>ad loc</i>., Eust.1878.63, δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Archimel.<i>SHell</i>.202.3<br /><b class="num">•</b>simpl. [[astilleros]] ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι εἴκοσι ... σκάφη Plb.1.38.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fundamento]], [[base]] οἷον ἐκ δρυόχων Pl.<i>Ti</i>.81b, cf. Plu.2.321e, δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς poner las bases de una nueva pieza teatral</i> ref. al proemio, Ar.<i>Th</i>.52.<br /><b class="num">2</b> [[cuadernas]] Procop.<i>Goth</i>.4.22.12, Sch.A.R.1.723-724<br /><b class="num">•</b>meton. [[barco]] ἐπὶ πλωτῶν δρυόχων <i>GDRK</i> 22.6.<br /><b class="num">II</b> [[agujero]] del hacha en el que se inserta el mango, Hsch., Sch.<i>Od</i>.19.574. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρύοχοι:''' οἱ<br /><b class="num">1)</b> корабельный остов, (деревянный) каркас судна, по друг. деревянные подпоры для строящегося корабля (ἱστάναι δρυόχους Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[основания]], [[основа]] (δράματος Arph.); ἐκ (τῶν) δρυόχων Plat., Polyb. начиная с основания;<br /><b class="num">3)</b> [[дубравы]], [[леса]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρύοχοι:''' οἱ ([[δρῦς]], [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η [[καρίνα]] ([[τρόπις]]) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>δρυόχους τιθέναι δράματος</i>, [[τοποθετώ]] τη [[βάση]] του καινούριου έργου, [[ξεκινώ]] νέο [[δράμα]] σε Αριστοφ.· <i>ἐκ δρυόχων</i>, από το [[ξεκίνημα]], από την [[αρχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δρυμά]], δάση, σε Ανθ.· ομοίως, [[ετερογενής]] πληθ., <i>δρύοχα</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''δρύοχοι:''' οἱ ([[δρῦς]], [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η [[καρίνα]] ([[τρόπις]]) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>δρυόχους τιθέναι δράματος</i>, [[τοποθετώ]] τη [[βάση]] του καινούριου έργου, [[ξεκινώ]] νέο [[δράμα]] σε Αριστοφ.· <i>ἐκ δρυόχων</i>, από το [[ξεκίνημα]], από την [[αρχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δρυμά]], δάση, σε Ανθ.· ομοίως, [[ετερογενής]] πληθ., <i>δρύοχα</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:56, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, (δρυ- 'wooden structure', 'ship' (cf. δόρυ) , ἔχω) A props or shores upon which is laid the frame of a new ship, Od.19.574, cf. Eust. et Sch. adloc.; κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Epigr. ap. Moschion ap.Ath.5.209c; ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι to build a ship from the keel, Plb.1.38.5; δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723: metaph., δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς to lay the keel of a new play, Ar.Th.52: οἷον ἐκ δρυόχων Pl. Ti.81b, cf. Plu.2.321e: sg. only in Poll.1.85. II = δρυμά, woods, AP6.16 (Arch.): heterocl. pl. δρύοχα E.El.1163 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
I náut.
1 puntales de roble, escoras sobre las que se arman barcos en los astilleros ἵστασχ' ἑξείης, δρυόχους ὥς ponía en fila (las hachas) como escoras de astillero, Od.19.574, cf. Sch.ad loc., Eust.1878.63, δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός A.R.1.723, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Archimel.SHell.202.3
•simpl. astilleros ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι εἴκοσι ... σκάφη Plb.1.38.5
•fig. fundamento, base οἷον ἐκ δρυόχων Pl.Ti.81b, cf. Plu.2.321e, δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς poner las bases de una nueva pieza teatral ref. al proemio, Ar.Th.52.
2 cuadernas Procop.Goth.4.22.12, Sch.A.R.1.723-724
•meton. barco ἐπὶ πλωτῶν δρυόχων GDRK 22.6.
II agujero del hacha en el que se inserta el mango, Hsch., Sch.Od.19.574.
Russian (Dvoretsky)
δρύοχοι: οἱ
1) корабельный остов, (деревянный) каркас судна, по друг. деревянные подпоры для строящегося корабля (ἱστάναι δρυόχους Hom.);
2) перен. основания, основа (δράματος Arph.); ἐκ (τῶν) δρυόχων Plat., Polyb. начиная с основания;
3) дубравы, леса Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δρύοχοι: οἱ, (δρῦς ἔχω) τὰ ὑποστηρίγματα ἐφ’ ὧν στηρίζεται ἡ τρόπις ναυπηγουμένου πλοίου, Ὀδ. Τ. 574,- ἔνθα οἱ πελέκεις ἐμπεπηγμένοι κατὰ γραμμὴν παρομοιάζονται πρὸς τοὺς δρυόχους, πρβλ. Εὐστ. καί Σχολ. ἐν τόπῳ, κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανὶς Ἐπίγραμ. παρ’ Ἀθην. 209C·- μεταγεν., ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι σκάφη, καινὰ ἐξ ὑπαρχῆς, Πολύβ. 1. 38, 5· δρυόχους ἐπεβάλλετο νηὸς Ἀπολλών. Ρόδ. Α. 723· οὕτω, δρυόχους τιθέναι δράματος, καταθέτω, βάλλω τὴν τρόπιν (βάσιν), δηλ. ἄρχομαι νέου δράματος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 52· καὶ παροιμ., οἷον ἐκ δρυόχων Πλάτ. Τιμ. 81Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 231Ε·- ὁ Πολυδ. Α΄, 85 ἀναφέρει τὸ ἑνικ. δρύοχον. ΙΙ. = δρυμά, δάση, Ἀνθ. Π. 6. 16· καὶ οὕτως ὁ Εὐρ. Ἠλ. 1163, κατὰ ἑτερογενῆ πληθ. δρύοχα.
Greek Monotonic
δρύοχοι: οἱ (δρῦς, ἔχω),·
I. υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η καρίνα (τρόπις) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., δρυόχους τιθέναι δράματος, τοποθετώ τη βάση του καινούριου έργου, ξεκινώ νέο δράμα σε Αριστοφ.· ἐκ δρυόχων, από το ξεκίνημα, από την αρχή, σε Πλάτ.
II. = δρυμά, δάση, σε Ανθ.· ομοίως, ετερογενής πληθ., δρύοχα, σε Ευρ.
Middle Liddell
n n δρῦς, ἔχω]
I. the props or trestles upon which was laid the keel (τρόπισ) of a new ship, Od.: metaph., δρυόχους τιθέναι δράματος to lay the keel of a new play, Ar.; ἐκ δρυόχων from the beginning, Plat.
II. = δρυμά, woods, Anth.