λαξευτός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[λαξεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[λαξεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαξευτός:''' [[высеченный в скале]] ([[μνῆμα]] NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαξευτός:''' -ή, -όν, σκαλισμένος σε [[πέτρα]], λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''λαξευτός:''' -ή, -όν, σκαλισμένος σε [[πέτρα]], λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.
Russian (Dvoretsky)
λαξευτός: высеченный в скале (μνῆμα NT).
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.
English (Strong)
from a compound of las (a stone) and the base of ξηρός (in its original sense of scraping); rock-quarried: hewn in stone.
English (Thayer)
λαξευτη, λαξευτον (from λαξεύω, and this from λᾶς a stone, and ξέω to polish, hew), cut out of stone: μνῆμα, Sept., Aq. in Joshua 13:20); nowhere in Greek authors).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαξευτός, -ή, -όν) λαξεύω
αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος
2. (για λόγο) γλαφυρός.
Greek Monotonic
λαξευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
λαξευτός, ή, όν
hewn out of the rock, NTest. [from λαξεύω
Chinese
原文音譯:laxeutÒj 拉-克修拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:岩石-鑿刻 相當於: (פִּסְגָּה)
字義溯源:石頭鑿成的,切石頭的;由(λάρυγξ)X*=石)與(ξηρός)=枯乾的,挖削)組成;其中 (ξηρός)出自 (ξέστης)=容器,罐,而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)。比較: (λατομέω)=鑿石
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 石頭鑿成的(1) 路23:53