λοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ([[λόχος]], embuscade);<br /><b>1</b> mettre en embuscade;<br /><b>2</b> surprendre dans une embuscade;<br /><b>II.</b> ([[λόχος]], troupe) partager par compagnies, par escouades.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
|btext=<b>I.</b> ([[λόχος]], embuscade);<br /><b>1</b> mettre en embuscade;<br /><b>2</b> surprendre dans une embuscade;<br /><b>II.</b> ([[λόχος]], troupe) partager par compagnies, par escouades.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λοχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[размещать в засаде]], [[посылать для устройства засады]] (ὁπλίτας ἐς ὁδόν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать засаду, pass. попадать в засаду (λοχισθέντες διεφθάρησαν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[распределять или размещать по лохам]], [[делить на отряды]] (τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχίζω:''' μέλ. <i>λοχίσω</i>, = [[λοχάω]], [[ενεδρεύω]], <i>τινά</i>·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., <i>λοχισθέντες διεφθάρησαν</i>, καταστράφηκαν, κατακερματίστηκαν πέφτοντας στην [[ενέδρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] σε [[ενέδρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαμοιράζω]] άνδρες σε στρατιωτικά σώματα (<i>λόχοι</i>), τους [[παρατάσσω]] σε [[μάχη]], σε Ηρόδ., Πλούτ.
|lsmtext='''λοχίζω:''' μέλ. <i>λοχίσω</i>, = [[λοχάω]], [[ενεδρεύω]], <i>τινά</i>·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., <i>λοχισθέντες διεφθάρησαν</i>, καταστράφηκαν, κατακερματίστηκαν πέφτοντας στην [[ενέδρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] σε [[ενέδρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαμοιράζω]] άνδρες σε στρατιωτικά σώματα (<i>λόχοι</i>), τους [[παρατάσσω]] σε [[μάχη]], σε Ηρόδ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[размещать в засаде]], [[посылать для устройства засады]] (ὁπλίτας ἐς ὁδόν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать засаду, pass. попадать в засаду (λοχισθέντες διεφθάρησαν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[распределять или размещать по лохам]], [[делить на отряды]] (τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοχίζω]], fut. -σω = [[λοχάω]],]<br /><b class="num">I.</b> to lie in [[wait]] for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling [[into]] an [[ambuscade]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[place]] in [[ambush]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[distribute]] men in companies (λόχοἰ, to put them in [[order]] of [[battle]], Hdt., Plut.
|mdlsjtxt=[[λοχίζω]], fut. -σω = [[λοχάω]],]<br /><b class="num">I.</b> to lie in [[wait]] for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling [[into]] an [[ambuscade]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[place]] in [[ambush]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[distribute]] men in companies (λόχοἰ, to put them in [[order]] of [[battle]], Hdt., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχίζω Medium diacritics: λοχίζω Low diacritics: λοχίζω Capitals: ΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: lochízō Transliteration B: lochizō Transliteration C: lochizo Beta Code: loxi/zw

English (LSJ)

A = λοχάω, lie in wait for:—Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Th.5.115, cf. D.C.41.51. 2 place in ambush, λοχίζει ἐς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Th. 3.107; λ. ἐν τόπῳ D.H.2.55: c. dat. loci, Id.3.64 (nisi leg. <ἐν> χωρίοις) ; λοχίσαντος is prob. l. in Plu.Oth.7. 3 beset with an ambuscade, λελοχισμένον χωρίον D.H.1.79. II distribute men in companies (λόχοι), and so, put them in order of battle, Hdt.1.103, Aen. Tact.1.5, Plu.Sull.27:—Pass., to be so distributed, Agatharch.Fr. Hist.17J., D.H.2.14, etc. III λοχίζει· ἐπιβουλεύεται, Hsch.

French (Bailly abrégé)

I. (λόχος, embuscade);
1 mettre en embuscade;
2 surprendre dans une embuscade;
II. (λόχος, troupe) partager par compagnies, par escouades.
Étymologie: λόχος.

Russian (Dvoretsky)

λοχίζω:
1) размещать в засаде, посылать для устройства засады (ὁπλίτας ἐς ὁδόν Thuc.);
2) устраивать засаду, pass. попадать в засаду (λοχισθέντες διεφθάρησαν Thuc.);
3) распределять или размещать по лохам, делить на отряды (τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχίζω: λοχάω, ἐνεδρεύω, τινά· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, ἐνεδρευθέντες κατεστράφησαν, Θουκ. 5. 115, πρβλ. Δίωνα Κ. 41. 51. 2) τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, λοχίζει εἰς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Θουκ. 3. 107· λ. ἐν... Διον. Ἁλ. 2. 55· μετὰ δοτ. τόπου, ὁ αὐτ. 3. 64· οὕτω, λοχίσαντος εἶναι ἡ πιθ. γραφὴ ἀντὶ λοχήσαντος ἐν Πλουτ. Ὄθωνι 7. 3) περιβάλλω δι’ ἐνέδρας, ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., χωρίον λελοχισμένον Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. διαμοιράζω ἀνθρώπους εἰς σώματα στρατιωτικὰ (λόχους), καὶ οὕτω, παρατάσσω αὐτοὺς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 1. 103, Πλουτ. Σύλλ. 27. ― Παθ., διαμερίζομαι εἰς λόχους, Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D, Διον. Ἁλ. 2. 14, κτλ. ΙΙΙ. = λοχεύω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοχίζω (Α) λόχος
1. ενεδρεύω, παραφυλάω
2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.)
3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον χωρίον», Δίον. Αλ.)
4. συγκροτώ λόχους και τους παρατάσσω για μάχη («ὁ Σύλλας οὔτε τάξιν ἀποδοὺς οὔτε λοχίσας τὸ οἰκεῖον στράτευμα... ἐτρέψατο τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «λοχίζει... επιβουλεύεται»
6. παθ. λοχίζομαι
α) πέφτω θύμα ενέδρας, παγιδεύομαι
β) διαμερίζομαι σε λόχους, συγκροτούμαι κατά λόχους.

Greek Monotonic

λοχίζω: μέλ. λοχίσω, = λοχάω, ενεδρεύω, τινά·
I. Παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, καταστράφηκαν, κατακερματίστηκαν πέφτοντας στην ενέδρα, σε Θουκ.
2. τοποθετώ σε ενέδρα, στον ίδ.
II. διαμοιράζω άνδρες σε στρατιωτικά σώματα (λόχοι), τους παρατάσσω σε μάχη, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Middle Liddell

λοχίζω, fut. -σω = λοχάω,]
I. to lie in wait for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Thuc.
2. to place in ambush, Thuc.
II. to distribute men in companies (λόχοἰ, to put them in order of battle, Hdt., Plut.