μογερός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> pénible, fâcheux, triste;<br /><b>2</b> malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui est une cause de peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> pénible, fâcheux, triste;<br /><b>2</b> malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui est une cause de peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μογερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несчастный]], [[страдающий]] ([[μήτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучительный]] (ἄχεα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[жестокий]] ([[Μοῖρα]] [[βαρυδότειρα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μογερός:''' -ά, -όν ([[μόγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κοπιαστικός]], [[αλγεινός]], [[λυπηρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μογερός:''' -ά, -όν ([[μόγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κοπιαστικός]], [[αλγεινός]], [[λυπηρός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μογερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несчастный]], [[страдающий]] ([[μήτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучительный]] (ἄχεα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[жестокий]] ([[Μοῖρα]] [[βαρυδότειρα]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογερός Medium diacritics: μογερός Low diacritics: μογερός Capitals: ΜΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: mogerós Transliteration B: mogeros Transliteration C: mogeros Beta Code: mogero/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419 A (v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός): I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. μογερῶς = unluckily, grievously Man.1.146. II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.

German (Pape)

[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.

Russian (Dvoretsky)

μογερός:
1) несчастный, страдающий (μήτηρ Eur.);
2) мучительный (ἄχεα Eur.);
3) жестокий (Μοῖρα βαρυδότειρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.

Greek Monolingual

μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].

Greek Monotonic

μογερός: -ά, -όν (μόγος),·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.
II. λέγεται για πράγματα, κοπιαστικός, αλγεινός, λυπηρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μογερός, ή, όν μόγος
I. of persons, toiling, wretched, Trag.
II. of things, toilsome, grievous, Eur.

Translations

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἐπίπονος, μογερός, ἔμπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung