μετεωρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωρισμός:''' ὁ Arst. = [[μετεώρισις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης.
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωρισμός:''' ὁ Arst. = [[μετεώρισις]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρισμός Medium diacritics: μετεωρισμός Low diacritics: μετεωρισμός Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: meteōrismós Transliteration B: meteōrismos Transliteration C: meteorismos Beta Code: metewrismo/s

English (LSJ)

ὁ, A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr.CP1.3.5. II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50. 2 μετεωρισμός γνώμης = mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.). 3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.