παροχή: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de fournir, fourniture.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de fournir, fourniture.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παροχή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[доставка]], [[поставка]] ([[νεῶν]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροχή:''' ἡ ([[παρέχω]]), [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]], [[νεῶν]] παροχῇ, με την [[υποχρέωση]] να [[παρέχω]] πλοία, σε Θουκ.
|lsmtext='''παροχή:''' ἡ ([[παρέχω]]), [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]], [[νεῶν]] παροχῇ, με την [[υποχρέωση]] να [[παρέχω]] πλοία, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροχή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[доставка]], [[поставка]] ([[νεῶν]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παροχή]], ἡ, [[παρέχω]]<br />a supplying, furnishing, [[νεῶν]] παροχῇ with [[liability]] to [[furnish]] ships, Thuc.
|mdlsjtxt=[[παροχή]], ἡ, [[παρέχω]]<br />a supplying, furnishing, [[νεῶν]] παροχῇ with [[liability]] to [[furnish]] ships, Thuc.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχή Medium diacritics: παροχή Low diacritics: παροχή Capitals: ΠΑΡΟΧΗ
Transliteration A: parochḗ Transliteration B: parochē Transliteration C: parochi Beta Code: paroxh/

English (LSJ)

ἡ, (παρέχω) A supply, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Th.6.85 (nisi leg. παροκωχῇ(q.v.)); βολίμου, ἐλάτας, etc., IG42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); αἱ τῶν ξενίων π., in the case of ambassadors, Plb.21.18.3; θυμάτων π. IG5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. OGI764.44 (Pergam., ii B. C.); χρημάτων παροχαί D.H.6.96: abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken Chr.412.2 (ii A.D.). 2 payment, furnishing, PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 528] ἡ, Darreichung, νεῶν, Thuc. 6, 85; öffentliche Spendung, Pol. 22, 1, 3 u. öfter; vgl. D. Hal. 6, 96.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de fournir, fourniture.
Étymologie: παρέχω.

Russian (Dvoretsky)

παροχή:
1) доставка, поставка (νεῶν Thuc.);
2) pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παροχή: ἡ, (παρέχω) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., ἐπίδομα, δώρημα, φιλοδώρημα, ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.

Greek Monolingual

η ΝΜΑ παρέχω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρέχω, το να παρέχει, να χορηγεί κανείς κάτι
2. ό,τι παρέχεται, ό,τι έχει δοθεί (α. «παροχές προς τους αγρότες». β. «μήτε κατάλυμα δοθῆναι μήτε παροχήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) πράξη ή παράλειψη οφειλόμενη σε υφιστάμενη ενοχή
2. τεχνολ. η σύνδεση της εσωτερικής εγκατάστασης μιας οικοδομής με το αντίστοιχο δίκτυο διανομής (α. «ηλεκτρική παροχή» β. «παροχή ύδρευσης» γ. «παροχή φωταερίου»)
3. φυσ. η ποσότητα ενός υγρού ή αερίου που παρέχεται από μια διάταξη στη μονάδα του χρόνου
4. φρ. α) «παροχή φλέβας» — το πηλίκο του όγκου του ρευστού που διέρχεται από την τομή φλέβας σε χρόνο dt διά του χρόνου αυτού
β) «παροχή ποταμού»
(γεωμορφ.) ο όγκος του νερού ενός ποταμού που διέρχεται από ένα σταθερό σημείο στη μονάδα του χρόνου και μετρείται συνήθως σε κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο
μσν.-αρχ.
θεία δωρεά, δωρήματα του Θεού προς τους ανθρώπους («περὶ τῶν θεϊκῶν ἐνεργειῶν καὶ παροχῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Διδυμ.)
αρχ.
πληρωμή, αμοιβή.

Greek Monotonic

παροχή: ἡ (παρέχω), προμήθεια, εφοδιασμός, νεῶν παροχῇ, με την υποχρέωση να παρέχω πλοία, σε Θουκ.

Middle Liddell

παροχή, ἡ, παρέχω
a supplying, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Thuc.