προσεπισφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ratifier de son sceau ; ratifier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπισφραγίζω]].
|btext=ratifier de son sceau ; ratifier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπισφραγίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' αποθ., [[βάζω]] [[επιπλέον]] τη [[σφραγίδα]] κάποιου σ' ένα [[πράγμα]], [[μαρτυρώ]] [[επιπλέον]], προεπισφραγίζομαί τι [[εἶναι]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' αποθ., [[βάζω]] [[επιπλέον]] τη [[σφραγίδα]] κάποιου σ' ένα [[πράγμα]], [[μαρτυρώ]] [[επιπλέον]], προεπισφραγίζομαί τι [[εἶναι]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to set one's [[seal]] to a [[thing]] [[besides]], to [[testify]] [[besides]], πρ. τι [[εἶναι]] Dem.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to set one's [[seal]] to a [[thing]] [[besides]], to [[testify]] [[besides]], πρ. τι [[εἶναι]] Dem.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

English (LSJ)

set one's seal to a thing besides, testify besides, τι εἶναι D.Ep.4.3; τι S.E.M.9.192, Aristid.Or.36(48).106.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.

French (Bailly abrégé)

ratifier de son sceau ; ratifier en gén.
Étymologie: πρός, ἐπισφραγίζω.

Russian (Dvoretsky)

προσεπισφρᾱγίζομαι: досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεπισφρᾱγίζομαι: ἀποθ., ἐπισφραγίζω, ἐπιμαρτυρῶ προσέτι, τι εἶναι Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.

Greek Monolingual

Α ἐπισφραγίζω
βεβαιώνω επίσης με τη σφραγίδα μου, επιβεβαιώνω κάτι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσεπισφρᾱγίζομαι: αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ' ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.

Middle Liddell


Dep. to set one's seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.