ἐπιχείρημα: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque;<br /><b>2</b> brève argumentation ; <i>particul.</i> épichérème, sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque;<br /><b>2</b> brève argumentation ; <i>particul.</i> épichérème, sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχείρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[попытка]], [[начинание]], [[предприятие]], [[затея]], Thuc., Xen., Isocr.: μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. затеять безрассудное дело;<br /><b class="num">2)</b> лог. [[эпихирема]] (сжатое умозаключение) Arst., Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχείρημα:''' -ατος, τό, [[επιχείρηση]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιχείρημα:''' -ατος, τό, [[επιχείρηση]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχείρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[попытка]], [[начинание]], [[предприятие]], [[затея]], Thuc., Xen., Isocr.: μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. затеять безрассудное дело;<br /><b class="num">2)</b> лог. [[эпихирема]] (сжатое умозаключение) Arst., Plut., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχείρημα Medium diacritics: ἐπιχείρημα Low diacritics: επιχείρημα Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ
Transliteration A: epicheírēma Transliteration B: epicheirēma Transliteration C: epicheirima Beta Code: e)pixei/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,
A undertaking, attempt, especially of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.; μανικὸν ἐπιχείρημα ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c; πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt.317a.
2 base of operations against, κατὰ Κύπρου App.Syr.52.
II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism (φιλοσόφημα), Top.162a16, etc.: so in Rhet., Cic.ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ ἐπιχειρημάτων, title of work by Minucianus.

German (Pape)

[Seite 1003] τό, das Unternehmen, Beginnen, Isocr. 2, 3; Xen. u. A.; kriegerische Unternehmung, Thuc. 7, 47; Xen. Hell. 1, 2, 6; das Betreiben einer Sache, καὶ σπουδή Plat. Gorg. 502 b; plur., Men. 88 c. – Auch der Punkt, von wo aus man Etwas unternehmen kann, Operationspunkt, κατά τινος, App. Syr. 52. – Die Schlußfolge, Folgerung, Arist. πρὸς τὴν θέσιν, topic. 2, 4; Plut. u. Sext. Emp. oft; von Kunstgriffen in den Schlüssen, Rhett.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 entreprise, particul. entreprise militaire, attaque;
2 brève argumentation ; particul. épichérème, sorte de syllogisme.
Étymologie: ἐπιχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχείρημα: ατος τό
1) попытка, начинание, предприятие, затея, Thuc., Xen., Isocr.: μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. затеять безрассудное дело;
2) лог. эпихирема (сжатое умозаключение) Arst., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχείρημα: τό, ὡς καὶ νῦν, ἰδίως στρατιωτικόν, Θουκ. 7. 47, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2. 6, κτλ.· ἐπ. ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 113C· πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317B. 2) τὸ σημεῖον τὸ χρησιμεῦον ὡς βάσις τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἀππ. Συρ. 52· ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπιχειρουμένη ἀπόδειξις, οἵας γίνεται χρῆσις ἐν τῇ Διαλεκτικῇ καὶ ἥτις εἶναι σύντομός τις μετ’ αἰτιολογίας ἀπόδειξις (φιλοσόφημα), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12 κ. ἀλλ., πρβλ. Trendelenb. Λογ. Ἀριστ. σ. 100· οὕτως ἐν τῇ Ρητορικῇ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.

Greek Monolingual

το (AM ἐπιχείρημα) επιχειρώ
1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα
2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον του εχθρού
3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία
αρχ.
βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Greek Monotonic

ἐπιχείρημα: -ατος, τό, επιχείρηση, εγχείρημα, τόλμημα, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐπιχείρημα, ατος, τό, [from ἐπιχειρέω
an attempt, enterprise, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

attempt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)