ἱππόβοτος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />riche en pâturages pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]]. | |btext=ος, ον :<br />riche en pâturages pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππόβοτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[служащий пастбищем для лошадей]] (Φθίας πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[богатый конскими пастбищами]] ([[Ἄργος]] Hom., Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππόβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς [[βόσκηση]], [[εκτροφή]] αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ. | |lsmtext='''ἱππόβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς [[βόσκηση]], [[εκτροφή]] αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱππό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />grazed by horses, Hom., Eur. | |mdlsjtxt=ἱππό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />grazed by horses, Hom., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (βόσκω) grazed by horses, Od.4.606, E.Andr.1229 (anap.), IG12.1034, Just.Nov.25.1; ἡ ἱ., at Chalcis, Ael.VH6.1 (cf. foreg.); especially of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.Supp.365 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1259] von Rossen beweidet, gute Weide für Pferde, große Pferdeheerden habend, bes. Ἄργος, Il. 2, 287 u. öfter; vgl. Od. 4, 605; Eur. Suppl. 377; πεδίον Andr. 1230.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en pâturages pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόβοτος:
1) служащий пастбищем для лошадей (Φθίας πεδία Eur.);
2) богатый конскими пастбищами (Ἄργος Hom., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόβοτος: -ον, (βόσκω) βοσκόμενος, τρωγόμενος ὑπὸ ἵππων, ἐπὶ πλουσίας γῆς πρὸς βόσκησιν, Ὀδ. Δ. 606, Εὐρ. Ἀνδρ. 1229· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ Ἄργους, ἕνεκα τῶν πλουσίων νομῶν τῆς Λέρνης, Ἰλ. Β. 287, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 365. - Ἱππόβοτος, οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ χώρα τῶν Χαλκιδέων ἣν ἐκυρίευσαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ἐκληρούχησαν εἰς δισχιλίους κλήρους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1.
English (Autenrieth)
(βόσκω): horse-nourishing, horse-breeding, esp. as epithet of Argos, Il. 2.287.
Greek Monolingual
ἱππόβοτος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος
ιστορικός της φιλοσοφίας της αρχαιότητας κατά την εποχή του Αυγούστου ή του Τιβερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, μηλόβοτος].
Greek Monotonic
ἱππόβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς βόσκηση, εκτροφή αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ.
Middle Liddell
ἱππό-βοτος, ον βόσκω
grazed by horses, Hom., Eur.