παιδονόμος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παιδο-[[νόμος]], ὁ, [[νέμω]]<br />one of a [[board]] of magistrates in [[Dorian]] States, who superintended the [[education]] of youths, Xen., Arist. | |mdlsjtxt=παιδο-[[νόμος]], ὁ, [[νέμω]]<br />one of a [[board]] of magistrates in [[Dorian]] States, who superintended the [[education]] of youths, Xen., Arist. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἄρχοντας στίς Δωρικές πόλεις πού εἶχε ὡς ἔργο του τήν [[ἀνατροφή]] τῶν παιδιῶν). Ἀπό τό [[παῖς]] + [[νέμω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 14 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (νέμω) paedonom, Latin: paedonomus, supervisor of education, mostly in plural, of a board of magistrates, as in Crete, Ephor. 149 J.; at Sparta, X.Lac. 2.2; at Miletus, SIG577.26, al. (iii/ii B. C.); at Ephesus, BMus.Inscr. 481*.274 (παιδωνόμος lapis, ii A. D.); in Caria, CIG2715.12 (Stratonicea); of a single magistrate, SIG694.57 (Pergam., ii B. C.); of a woman, Milet.1(7) No.265; παιδονόμος… ἀριστοκρατικόν Arist.Pol.1300a4, cf. 1336a32.
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préposé à l'éducation des enfants ; ὁ παιδονόμος pédonome : magistrat qui surveillait l'éducation des enfants à Sparte ; à Athènes, assistant du gymnasiarque, souvent chargé de faire régner la discipline.
Étymologie: παῖς, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδονόμος -ου, ὁ [παῖς, νέμω] kinderopzichter, onderwijsinspecteur
Russian (Dvoretsky)
παιδονόμος: ὁ педоном (государственный чиновник в дорических государствах, ведающий воспитанием и обучением детей) Xen., Arst., Plut.
Greek Monolingual
ο (Α παιδονόμος)
νεοελλ.
(κατά το παρελθόν) υπάλληλος που είχε ως έργο να επιτηρεί τη συμπεριφορά τών παιδιών, ιδίως έξω από το σχολείο
αρχ.
(στις δωρικές πόλεις) επόπτης της ανατροφής και μόρφωσης τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -νόμος (< νέμω), πρβλ. στρατονόμος.
Greek Monotonic
παιδονόμος: ὁ (νέμω), ένας από την τάξη των αρχόντων στις Δωρικές πόλεις, αυτός που εποπτεύει την εκπαίδευση των νέων, σε Ξεν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδονόμος: ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν ταῖς Δωρικαῖς πόλεσιν ἐκ τῶν ἐφορευότων εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν παίδων, ἐν Κρήτῃ, Ἔφορος παρὰ Στράβ. 483· ἐν Σπάρτῃ, Ξεν. Λακ. 2. 2, πρβλ. 11· ἐν Καρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 12, 2885. - Κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 4. 15, 13 «παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος ... ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ’ οὔ .., οὐδ’ ὀλιγαρχικόν», πρβλ. 7. 17. 5· - πρβλ. ὡσαύτως γυναικονόμος.
Middle Liddell
παιδο-νόμος, ὁ, νέμω
one of a board of magistrates in Dorian States, who superintended the education of youths, Xen., Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἄρχοντας στίς Δωρικές πόλεις πού εἶχε ὡς ἔργο του τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν). Ἀπό τό παῖς + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.