μαρμαρυγή: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ἡ (s. [[μαρμαρύσσω]]), eigtl. <i>[[Geflimmer]], [[Gefunkel]]</i>, von [[jeder]] [[schnellen]] [[Bewegung]] des Lichtes, <i>[[Lichtschimmer]]</i>, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, <i>die [[schnelle]] [[Bewegung]] der Füße Tanzender, die an den [[Augen]] der [[Zuschauer]] vorüberflimmert, Od</i>. 8.265; <i>H.h. | |ptext=ἡ (s. [[μαρμαρύσσω]]), eigtl. <i>[[Geflimmer]], [[Gefunkel]]</i>, von [[jeder]] [[schnellen]] [[Bewegung]] des Lichtes, <i>[[Lichtschimmer]]</i>, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, <i>die [[schnelle]] [[Bewegung]] der Füße Tanzender, die an den [[Augen]] der [[Zuschauer]] vorüberflimmert, Od</i>. 8.265; <i>H.h. Apoll</i>. 203. – Übh. <i>[[Glanz]]</i>, Plat. <i>Critia</i>. 116c, <i>Rep</i>. VII.518b. – Vom [[schnellen]] Wurf, Opp. <i>Hal</i>. 4.569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. [[ἀμαρυγή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 25 November 2022
English (LSJ)
ἡ,
A flashing, sparkling, gleaming, λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.
2 'seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.
3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap.203.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 mouvement vibratoire de la lumière;
2 p. anal. αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.
Étymologie: μάρμαρος.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾰρῠγή: ἡ (преимущ. pl.)
1) блеск, сияние (ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.);
2) pl. мелькание (ποδῶν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρῠγή: ἡ, λάμψις, ἀκτινοβολία, ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα κίνησις τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. ἀμαρυγή. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μαρμαρυγή· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. πήδημα. λαμπηδών. κίνησις ποδῶν συνεχής. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».
English (Autenrieth)
(μαρμαρύσσω = μαρμαίρω): the quick twinkling of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.
Greek Monolingual
η (AM μαρμαρυγή)
λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
2. φρ. α) «μαρμαρυγή τών κοιλιών»
ιατρ. σοβαρότατη μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
β) «μαρμαρυγή τών κόλπων»
ιατρ. μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς
αρχ.
1. φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική έξαψη ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι
2. κάθε γρήγορη κίνηση, όπως η κίνηση τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαρμαρ- του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + εκφραστικό επίθημα -υγή, κατά το ἀμαρυγή].
Greek Monotonic
μαρμᾰρῠγή: ἡ (μαρμαίρω), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για κάθε γοργή κίνηση, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, το γοργό σπίθισμα των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μαρμᾰρῠγή, ἡ, μαρμαίρω
a flashing, sparkling, of light, Plat.: of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of dancers' feet, Od.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀκτινοβολία). Ἀπό τό μάρμαρος τοῦ μαρμαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
ἡ (s. μαρμαρύσσω), eigtl. Geflimmer, Gefunkel, von jeder schnellen Bewegung des Lichtes, Lichtschimmer, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, die schnelle Bewegung der Füße Tanzender, die an den Augen der Zuschauer vorüberflimmert, Od. 8.265; H.h. Apoll. 203. – Übh. Glanz, Plat. Critia. 116c, Rep. VII.518b. – Vom schnellen Wurf, Opp. Hal. 4.569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. ἀμαρυγή.