εὐμαθής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐμᾰθής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный к учению]], [[легко воспринимающий]], [[хорошо усваивающий]], [[понятливый]] Plat., Dem., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[легкий для понимания]], [[легко усваиваемый]] ([[εὔγνωστος]] καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ [[εὐμνημόνευτος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[легко узнаваемый]], [[хорошо знакомый]] ([[φώνημα]] Soph.).
|elrutext='''εὐμᾰθής:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный к учению]], [[легко воспринимающий]], [[хорошо усваивающий]], [[понятливый]] Plat., Dem., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[легкий для понимания]], [[легко усваиваемый]] ([[εὔγνωστος]] καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ [[εὐμνημόνευτος]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[легко узнаваемый]], [[хорошо знакомый]] ([[φώνημα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμαθής Medium diacritics: εὐμαθής Low diacritics: ευμαθής Capitals: ΕΥΜΑΘΗΣ
Transliteration A: eumathḗs Transliteration B: eumathēs Transliteration C: evmathis Beta Code: eu)maqh/s

English (LSJ)

ές, (μαθεῖν) A ready at learning or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R.486c, al.; τινος Id.Ep.344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. εὐμαθῶς = with a ready mind, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116: Comp. εὐμαθέστερον Pl.Lg.723a. II Pass., easy to learn or easy to know, intelligible, A.Eu.442, Arist.Rh.1409b4; εὐμαθὲς φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐμαθή X.Oec.20.14, cf. S.Tr.614: Comp., διήγησις Plb.14.12.5.

German (Pape)

[Seite 1079] ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Gegensatz δυσμαθής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαθέστεροι γενήσεσθε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαθῶς παρακολουθεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαθέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαθεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαθέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile à apprendre ou à comprendre ou à reconnaître;
2 qui apprend facilement.
Étymologie: εὖ, μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐμᾰθής:
1 способный к учению, легко воспринимающий, хорошо усваивающий, понятливый Plat., Dem., Arst.;
2 легкий для понимания, легко усваиваемый (εὔγνωστος καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ εὐμνημόνευτος Arst.);
3 легко узнаваемый, хорошо знакомый (φώνημα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ ταχέως μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ δυσμαθής, Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· πρός τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς φώνημα, εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ κεῖνος εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, ἔνθα αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις εἶναι κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. αμαθής, πολυμαθής].

Greek Monotonic

εὐμᾰθής: -ές (μανθάνω),
I. πρόθυμος ή γρήγορος στη μάθηση, Λατ. docilis, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. -θῶς, σε Αισχίν.
II. Παθ., αυτός που μαθαίνει εύκολα, εύληπτος, ευνόητος, σε Αισχύλ.· πασίγνωστος, πασιφανής, ευδιάγνωστος, ευκρινής, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. ready or quick at learning, Lat. docilis, Plat., Dem.:—adv. -θῶς, Aeschin.
II. pass. easy to learn or discern, intelligible, Aesch.: well-known, Soph.

English (Woodhouse)

docile, familiar, intelligible, well-known, easy to understand, quick at learning, quick in intelligence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)