κρεουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρεουργός -όν [[[κρέας]], [[ἔργον]]] vlees snijdend:. κρεουργὸν ἦμαρ dag van het slachtfeest Aeschl. Ag. 1592.
|elnltext=κρεουργός -όν [[[κρέας]], [[ἔργον]]] [[vlees snijdend]]:. κρεουργὸν ἦμαρ dag van het slachtfeest Aeschl. Ag. 1592.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργός Medium diacritics: κρεουργός Low diacritics: κρεουργός Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kreourgós Transliteration B: kreourgos Transliteration C: kreourgos Beta Code: kreourgo/s

English (LSJ)

όν, A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργός -όν [κρέας, ἔργον] vlees snijdend:. κρεουργὸν ἦμαρ dag van het slachtfeest Aeschl. Ag. 1592.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργός: разрубающий мясо на куски: κρεουργὸν ἦμαρ Aesch. день кровавого пиршества (когда Атрей, чтобы отомстить брату своему Тиесту, пытался накормить его на пиру телом убитых сыновей последнего).

Greek Monolingual

κρεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας
2. το αρσ. ως ουσ.κρεουργός
ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας
3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» — η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσιουργός, σιδηρουργός].

Greek Monotonic

κρεουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει κρέας, κρεουργὸν ἦμαρ, μέρα ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.

Middle Liddell

κρε-ουργός, όν [*ἔργω
working, i. e. cutting up meat, κρεουργὸν ἦμαρ a day of feasting, Aesch.

German (Pape)

das Fleisch bereitend, bes. es zu Kochstücken zerhauend; ὁ, der Fleischhauer; Poll. 7.25.
Bei Aesch. Ag. 1574 ist κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν = einen Opferschmaus feiern.