ἄλυτος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on ne peut délier :<br /><b>1</b> <i>en parl. de liens, d'entraves ; fig. en parl. de liens d'amitié, etc.</i> ; continu (cercle) ; sans interruption, sans fin;<br /><b>2</b> qu’on ne peut dissoudre, indissoluble, irrémédiable;<br /><b>3</b> qu’on ne peut réfuter;<br /><b>4</b> [[insolvable]];<br /><b>II.</b> non délié, non dissous.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λύω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on ne peut délier :<br /><b>1</b> <i>en parl. de liens, d'entraves ; fig. en parl. de liens d'amitié, etc.</i> ; continu (cercle) ; sans interruption, sans fin;<br /><b>2</b> qu’on ne peut dissoudre, indissoluble, irrémédiable;<br /><b>3</b> qu’on ne peut réfuter;<br /><b>4</b> [[insolvable]];<br /><b>II.</b> [[non délié]], [[non dissous]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:37, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, poet. A ἄλλυτος Phanocl.2.1, AP6.30 (Maced.), not to be loosed or broken, indissoluble, πέδαι, δεσμοί, Il.13.37, Od.8.275, A.Pr. 55; ἀδάμας AP12.93 (Rhian.); Μοιράων νῆμα Phanocl.l.c., cf.Epigr.Gr.520 (Thessalonica); πτολέμοιο πεῖραρ Il.13.360; κύκλος (of the wheel of the ἴϋγξ) Pi.P.4.215; irremediable, S.El.230(lyr.): of substances, insoluble, Arist.Mete.384b7. Adv. -τως Pl.Ti.60c. 2 of arguments or evidence, not to be confuted, irrefutable, Arist.Rh.1357b17, 1403a14; συλλογισμός Arist.APr.70a29. II undissolved, Pl. Ti.60e.
Spanish (DGE)
(ἄλῠτος) -ου
• Alolema(s): poét. ἄλλυτος Phanocl.2.1, AP 6.30 (Maced.)
I 1no disuelto, ἄλυτον αὐτὴν (sc. γῆν) ἐάσαντα Pl.Ti.60e.
2 de un testamento no abierto, BGU 361.2.30 (II a.C.).
II 1que no se puede soltar, irrompible πέδαι Il.13.37, δεσμοί Od.8.275, A.Pr.155, Nonn.D.48.628, Procl.in Ti.2.283.20
•de cosas divinas o mágicas que no se puede soltar, indisoluble, inquebrantable ἔριδος ... καὶ ... πτολέμοιο πεῖραρ ... ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν ... ἄλυτον (Zeus y Posidón) extendieron sobre ambos bandos el lazo indisoluble de la discordia y la guerra, Il.13.360, κύκλος (del ἴϋγξ) Pi.P.4.215, Μοιράων νῆμ' ἄλλυτον Phanocl.2.1, cf. GVI 876.6 (Tesalónica II a.C.), ἀδάμας Rhian.71.8
•fig. indisoluble de la amistad, Nonn.Par.Eu.Io.15.12.
2 de sustancias insoluble Arist.Mete.384b7, D.C.48.51.4.
III 1de cosas, situaciones que no se puede deshacer, irremediable S.El.230.
2 de argumentos irrefutable Arist.Rh.1357b17, 1403a14, συλλογισμός Arist.APr.70a29, ἐνθύμημα Clem.Al.Strom.5.1.5.
IV adv. -ως
1 indisolublemente, de manera que no se pueda disolver Pl.Ti.60c.
2 indisolublemente, inquebrantablemente, en forma que no se deshiela τῶν θερμῶν πήγνυται ὑπὸ ψυχροῦ ταχὺ μὲν ὅσα γῆς μᾶλλον, καὶ ἀλύτως, λυτῶς δ', ὅσα ὕδατος de las cosas calientes se hielan rápidamente cuantas son más de tierra y (lo hacen) en forma que no se deshiela, mientras se deshielan cuantas son de agua Arist.PA 649a32.
German (Pape)
[Seite 111] unauflöslich, Hom. dreimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 360 πεῖραρ ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε, 37 πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν, Od. 8, 275 δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν; – Aesch. Prom. 154; κύκλος Pind. P. 4, 2154 ἄλλυτον λίνον Theocr. 27, 16; vgl. Arist. Meteor. 4, 6; – dah. unendlich, Soph. El. 223; öfter in Anth. – Adv., Plat. Tim. 60 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qu’on ne peut délier :
1 en parl. de liens, d'entraves ; fig. en parl. de liens d'amitié, etc. ; continu (cercle) ; sans interruption, sans fin;
2 qu’on ne peut dissoudre, indissoluble, irrémédiable;
3 qu’on ne peut réfuter;
4 insolvable;
II. non délié, non dissous.
Étymologie: ἀ, λύω.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῠτος:
1 неразрывный, нерасторжимый (πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.);
2 нерушимый, непоколебимый, надежный (τὰ ἐνέχυρα Plut.);
3 неотвратимый, неизбежный (πολέμοιο πεῖραρ Hom.);
4 неопровержимый, непреложный (τεκμήριον Arst.);
5 непрерывный, сплошной (κύκλος Pind.);
6 нескончаемый, безысходный (sc. κακὰ или ἔπη Soph.);
7 нерастворимый: ἄ. ὑγρῷ Arst. нерастворимый в воде;
8 нерастворенный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λύσῃ ἢ διασπάσῃ, ἀδιάρρηκτος, πέδαι, δεσμοί, Ἰλ. Ν. 37, Ὀδ. Θ. 275, Αἰσχύλ. Πρ. 55· Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον, Φανοκλ. ἐν Ἰακωψ. Ἀνθ. Ι. σ. 205, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1973· πολέμοιο πεῖραρ, Ἰλ. Ν. 359: - συνεχής, ἀδιάκοπος, κύκλος, Πινδ. Π. 4. 383, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 230: ὡσαύτως ἐπὶ οὐσιῶν, ἀδιάλυτος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ. -τως, Πλάτ. Τίμ. 60C. 2) ὃ δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ ἢ ἐλέγξῃ, ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18., 2. 25, 14. ΙΙ. ὁ μὴ χαλαρὸς ἢ διαλελυμένος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε.
English (Autenrieth)
not to be loosed, indissoluble.
English (Slater)
ᾰλῠτος indissoluble, inescapable ἴυγγα ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (P. 4.215)
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἄλυτος, -ον)
1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί
2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος
3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος
4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος
νεοελλ.-αρχ.
αυτός του οποίου δεν βρέθηκε η λύση ή δεν επιδέχεται λύση, ανεπίλυτος, αξεδιάλυτος
νεοελλ.
1. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε, ο άλειωτος
2. (για τα πανιά πλοίου) αυτός που δεν ανοίχθηκε, δεν ξεδιπλώθηκε
3. αδιευθέτητος, εκκρεμής
μσν.
(για αιτήματα) αυτός που δεν έγινε αποδεκτός από τον αυτοκράτορα, ο αναπάντητος
αρχ.
1. (για ουσίες) αυτός που δεν διαλύεται ή δεν λειώνει, ο αδιάλυτος
2. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που δεν μπορεί να ελέγξει ή να αναιρέσει κανείς
3. αθεράπευτος, ανίατος, αδιόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτός.
Greek Monotonic
ἄλῠτος: -ον (λύω), μη χαλαρωμένος, αδιάρρηκτος, αδιάσπαστος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συνεχής, αδιάκοπος, αέναος, κύκλος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[λύω]
not to be loosed, indissoluble, Hom., etc.:—continuous, ceaseless, κύκλος Pind.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον indisoluble ἔξελθε, δαῖμον, ἐπεί σε δεσμεύω δεσμοῖς ἀδαμαντίνοις ἀλύτοις sal, demon, pues te ato con cadenas de acero indisolubles P IV 1245 καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ἀλύτοις, ἰσχυροῖς, ἀδαμαντίνοις πρὸς φιλίαν ἐμοῦ atadla con cadenas indisolubles, poderosas, de acero, a mi amor SM 45 44 δεσμοὺς ἀρρήκτους, ἀλύτους μεγάλοιο Κρόνοιο ... ἑαῖς κατέχεις παλάμαισιν en tus manos sostienes las cadenas indestructibles, indisolubles del gran Cronos (ref. a Selene) P IV 2841 φύλαξον ἄλυτον τὸν κατάδεσμον τοῦτον εἰς αἰῶνα mantén indisoluble para siempre este encantamiento SM 49 74