νηλεής: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[impitoyable]];<br /><b>2</b> qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔλεος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[impitoyable]];<br /><b>2</b> qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔλεος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές (νη-, [[ἔλεος]]), <i>ohne [[Mitleid]], [[unbarmherzig]]</i>; νηλεὲς [[ἦμαρ]], vom Todestage, <i>Il</i>. 11.484, 588, <i>Od</i>. 9.17 und [[öfter]]; [[ἦτορ]], 9.497; [[θυμός]], [[δεσμός]] und ä., auch [[ὕπνος]], <i>[[unbarmherziger]] [[Schlaf]], der ohne [[Mitleid]] zuläßt, daß [[während]] [[seiner]] [[Dauer]] ein [[Unglück]] über den Schlafenden hereinbricht, Od</i>. 12.372; vgl. [[ἀνηλεής]] und s. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 711, auch [[νηλειής]], [[νηλής]]; νηλεεῖ νόῳ, Pind. frg. 168;<br>• adv. [[νηλεῶς]], Aesch. <i>Ch</i>. 240; und [[dafür]] νηλεές, ἔκειτο ν. κυνοσπάρακτον [[σῶμα]], Soph. <i>Ant</i>. 1182; [[einzeln]] bei sp.D. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηλεής:''' -ές, βλ. [[νηλής]]. | |lsmtext='''νηλεής:''' -ές, βλ. [[νηλής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 30 November 2022
English (LSJ)
English (Autenrieth)
(νη-, ἔλεος): pitiless, ruthless, relentless; of persons, and often fig., θῦμός, ἦτορ, δεσμός, νηλεὲς ἦμαρ, ‘day of death’; ὕπνος, of a sleep productive of disastrous consequences, Od. 12.372.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 impitoyable;
2 qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.
Étymologie: νη-, ἔλεος.
German (Pape)
ές (νη-, ἔλεος), ohne Mitleid, unbarmherzig; νηλεὲς ἦμαρ, vom Todestage, Il. 11.484, 588, Od. 9.17 und öfter; ἦτορ, 9.497; θυμός, δεσμός und ä., auch ὕπνος, unbarmherziger Schlaf, der ohne Mitleid zuläßt, daß während seiner Dauer ein Unglück über den Schlafenden hereinbricht, Od. 12.372; vgl. ἀνηλεής und s. Lobeck zu Phryn. 711, auch νηλειής, νηλής; νηλεεῖ νόῳ, Pind. frg. 168;
• adv. νηλεῶς, Aesch. Ch. 240; und dafür νηλεές, ἔκειτο ν. κυνοσπάρακτον σῶμα, Soph. Ant. 1182; einzeln bei sp.D.
Russian (Dvoretsky)
νηλεής: эп. νηλειής, стяж. νηλής 2 ἔλεος
1 безжалостный, жестокий (ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.);
2 не вызывающий страдания, безжалостно брошенный (σῶμα Soph.).
Greek Monolingual
νηλεής και νηλής και επικ. τ. νηλειής, νηλειές (Α)
1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος
2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.)
3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» — η ημέρα του θανάτου.
επίρρ...
νηλεώς και επικ. τ. νηλειώς (Α)
με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλεής είναι σύνθετη < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεής (< ἔλεος), πρβλ. αν-ηλεής. Ο τ. νηλής από το νηλεής με συναίρεση, ενώ ο τ. νηλειής με -ει- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα δεσμά, την ημέρα του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η άποψη ότι το β' συνθετικό δεν είναι η λ. ἔλεος αλλά το ρ. ἀλέομαι «ξεφεύγω, δραπετεύω». Κατά την ίδια άποψη, θεωρήθηκε ότι και η λ. ἔλεος προέρχεται από νηλεής με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς», που εξελίχθηκε στη σημ. «χωρίς έλεος». Η άποψη όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, καθώς η λ. νηλεής ως επίθ. προσδιοριστικό του χαλκός και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «χωρίς έλεος». Το ανθρωπωνύμιο Νηλεύς, τέλος, έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το νηλεής, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. νέομαι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: without compassion, pitiless; also unescapable, unavoidable (in νηλεες ἦμαρ a.o.).
Other forms: -εές (ep. poet. Il.); metr. lengthened νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Compounds: As 1. member a.o. in νηλεό-ποινος punishing pitilessly (Hes.).
Origin: IE [Indo-European] [???] *n̥-h₁leu̯-es- pitiless
Etymology: In the sense of without pity from the negation *n̥ and ἔλεος (< *h₁leu̯os, s.v.) or ἐλεέω; as unescapable from ἀλέομαι < *h₂leu̯- (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN Νηλεύς (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
Frisk Etymology German
νηλεής: -εές (ep. poet. seit Il.);
{nēl(e)ḗs}
Forms: metr. gedehnt νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 u. h. Ven. 245 [Versanfang], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Meaning: ohne Mitleid, erbarmungslos, auch unentrinnbar, unausweichlich (in νηλεὲς ἦμαρ u.a.)?
Composita: Als Vorderglied u.a. in νηλεόποινος mitleidslos strafend (Hes.).
Etymology: Im Sinn von ohne Mitleid von der Satznegation *νε und ἔλεος (s.d.) oder ἐλεέω; als unentrinnbar zu ἀλέομαι (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). Egli Heteroklisie 70 f. (zögernde Vermutung schon bei Risch 76 A. 1; s. auch dens. Eumusia. Festschrift Howald [1947] 88f.) will νηλεής nur mit ἀλέομαι verbinden; die Bed. erbarmungslos wäre durch sekundäre Umdeutung entstanden; ablehnend Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). Noch fraglicher ist der Versuch Eglis, auch ἐλεέω einschließlich ἔλεος als Ausfluß einer weiteren Umdeutung zu erklären. — Auch der PN Νηλεύς (Hom. usw.) ist mehrfach hierher gestellt worden ("der Mitleidslose" als alter Todesgott?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058 m. weiterer Lit.); ganz unsichere Hypothesen über vorgr. Herkunft bei Bosshardt 133 und Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
Page 2,314-315
Middle Liddell
Greek (Liddell-Scott)
νηλεής: -ές, ἴδε νηλής, καὶ πρβλ. ἀνηλεής.
Greek Monotonic
νηλεής: -ές, βλ. νηλής.