τροχοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> de cercle, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> [[de cercle]], [[circulaire]].<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:39, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοειδής Medium diacritics: τροχοειδής Low diacritics: τροχοειδής Capitals: ΤΡΟΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trochoeidḗs Transliteration B: trochoeidēs Transliteration C: trochoeidis Beta Code: troxoeidh/s

English (LSJ)

ές, round like a wheel, circular, λίμνη, of the lake of Delos, Thgn.7, Hdt.2.170; of the lake of Gennesaret, J.BJ3.10.7; πόλις τ., of Athens, Orac. ap. Hdt.7.140; of leaves, arranged in a whorl, Dsc.3.27. Adv. -δῶς in a whorl, ib.103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de roue ou de cercle, circulaire.
Étymologie: τροχός, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχοειδής -ές [τροχός, εἶδος] wiel-vormig, rond.

German (Pape)

ές, rad- od. kreisförmig, rund; λίμνη Theogn. 7; Her. 2.170; πόλις 7.140.

Russian (Dvoretsky)

τροχοειδής: кругообразный, круглый (λίμνη Her.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει σχήμα τροχού, κυκλικός
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός άρθρωσης κατά την οποία ένας άξονας περιστρέφεται μέσα σε έναν δακτύλιο ή ένας δακτύλιος κινείται γύρω από έναν άξονα, όπως είναι η κερκιδωλενική άρθρωση
2. φρ. «τροχοειδής καμπύλη»
μαθημ. ειδική περίπτωση της κυκλοειδούς καμπύλης.
επίρρ...
τροχοειδῶς Α
στο σχήμα του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ειδής].

Greek Monotonic

τροχοειδής: -ές (εἶδος), στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός, σε Θέογν., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοειδής: -ές, περιφερὴς ὡς τροχός, κυκλικός, τρ. λίμνη, ἡ λίμνη τῆς Δήλου, Θέογν. 7, Ἡρόδ. 2. 170 (πρβλ. περιηγής), πόλις τρ., αἱ Ἀθῆναι, Ἡρόδοτ. 7. 140. - Ἐπίρρ. -δῶς, δίκην τροχοῦ, Διοσκ. 3. 117.

Middle Liddell

τροχο-ειδής, ές εἶδος
round as a wheel, circular, Theogn., Hdt.