διαπραγματεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "tr" to "tr")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]].
|btext=examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]].<br /><b>[[NT]]</b>: faire des affaires ; réaliser des bénéfices
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=faire des affaires ; réaliser des bénéfices
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:55, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπραγμᾰτεύομαι Medium diacritics: διαπραγματεύομαι Low diacritics: διαπραγματεύομαι Capitals: ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diapragmateúomai Transliteration B: diapragmateuomai Transliteration C: diapragmateyomai Beta Code: diapragmateu/omai

English (LSJ)

A discuss thoroughly or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d; τὴν αἰτίαν ib.95e. II gain by trading, Ev.Luc. 19.15. III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.

Spanish (DGE)

I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.

German (Pape)

[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.

French (Bailly abrégé)

examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.
NT: faire des affaires ; réaliser des bénéfices

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen.

Russian (Dvoretsky)

διαπραγμᾰτεύομαι:
1 тщательно разбирать, исследовать (τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν Plat.);
2 зарабатывать, наживать (τι NT).

Greek (Liddell-Scott)

διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.

English (Strong)

from διά and πραγματεύομαι; to thoroughly occupy oneself, i.e. (transitively and by implication) to earn in business: gain by trading.

English (Thayer)

1st aorist διεπραγματευσαμην; "thoroughly, earnestly (διά) to undertake a business," Dionysius Halicarnassus 3,72; contextually, to undertake a business for the sake of gain: Plato, Phaedo, p. 77d. 95e. to examine thoroughly.)

Greek Monolingual

διαπραγματεύομαι)
1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα
2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος
αρχ.
1. επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κερδίζω από εμπορικές ασχολίες.

Greek Monotonic

διαπραγμᾰτεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ.:
I. εξετάζω, διερευνώ εξονυχιστικά, σε Πλάτ.
II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. -εύσομαι
I. Dep. to examine thoroughly, Plat.
II. to gain by trading, NTest.

Chinese

原文音譯:diapragmateÚomai 笛阿-普拉格馬跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-實行
字義溯源:全然忙碌,賺,經營,作生意;由(διά)*=通過)與(πραγματεύομαι)=忙碌)組成;而 (πραγματεύομαι)出自 (πρᾶγμα)=事, (πρᾶγμα)出自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 他們作生意賺了(1) 路19:15