ἀπορούω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;<br />s'élancer loin de, s'élancer en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀρούω]]. | |btext=<i>ao.</i> ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;<br />[[s'élancer loin de]], [[s'élancer en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀρούω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:00, 9 January 2023
English (LSJ)
dart away, Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20, etc.; esp. start back, Od.22.95; ἀλλήλων Orph.A. 705. 2. spring up from, πρέμνων Pi.Fr.88.
Spanish (DGE)
1 dar un salto hacia atrás, apartarse Ἰδαῖος δ' ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον Il.5.20, ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες Call.Cer.60, cf. Od.22.95, A.R.2.572
•c. gen. αἱ δ' (πέτραι) ἀλλήλων ἀπόρουσαν Orph.A.705, ἀταρτηροῖο κυδοιμοῦ Q.S.7.503, ἀπ' ἄστεως Q.S.13.17
•batirse en retirada θοῶς ἀπόρουσε κύων ὥς Q.S.10.242
•c. ac. de dir. retirarse ἐς Ὠκεανοῖο ῥέεθρα Q.S.3.656.
2 alzarse desde c. gen. ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων Pi.Fr.33d.6
•abs. ponerse en pie ὣς εἰπὼν ἀπόρουσε Q.S.9.525.
German (Pape)
[Seite 322] abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;
s'élancer loin de, s'élancer en arrière.
Étymologie: ἀπό, ὀρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορούω: (только aor. ἀπώρουσα - эп. ἀπόρουσα)
1 соскакивать (δίφρων Hom.);
2 отскакивать, aor. отпрянуть назад (Hom. - in tmesi);
3 подниматься, вздыматься (κίονες ἀπώρουσαν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορούω: ἀπολείπω τι καὶ φεύγω δρομαίως, Ἰδαῖος δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· ἀλλήλων Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.
English (Autenrieth)
aor. ἀπόρουσε: spring away (from), ‘down’ from, Il. 5.20.
English (Slater)
ἀπορούω rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.
Greek Monolingual
ἀπορούω (Α) ορούω
1. ορμώ προς τα εμπρός
2. πηδώ προς τα πίσω
3. αναπηδώ, τινάζομαι πάνω.
Greek Monotonic
ἀπορούω: Επικ. αόρ. αʹ -όρουσα, φεύγω βιαστικά εγκαταλείποντας κάτι πίσω, σε Όμηρ.