εὔχαλκος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eychalkos | |Transliteration C=eychalkos | ||
|Beta Code=eu)/xalkos | |Beta Code=eu)/xalkos | ||
|Definition=ον, [[wrought of fine brass]] or [[well-wrought in brass]] (or [[pointed with brass]], [[στεφάνη]] <span class="bibl">Il.7.12</span>; [[ἀξίνη]] <span class="bibl">13.612</span>; μελίη <span class="bibl">20.322</span>; τρίποδες <span class="bibl">Od.15.84</span>; κράνος <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>459</span>; ὅπλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>456</span>. | |Definition=ον, [[wrought of fine brass]] or [[well-wrought in brass]] (or [[pointed with brass]]), [[στεφάνη]] <span class="bibl">Il.7.12</span>; [[ἀξίνη]] <span class="bibl">13.612</span>; μελίη <span class="bibl">20.322</span>; τρίποδες <span class="bibl">Od.15.84</span>; κράνος <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>459</span>; ὅπλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>456</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:34, 3 March 2023
English (LSJ)
ον, wrought of fine brass or well-wrought in brass (or pointed with brass), στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.
German (Pape)
[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
εὔχαλκος: изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью (στεφάνη, ἀξίνη Hom.; κράνος, ὅπλα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.
English (Autenrieth)
of fine bronze, well mounted with bronze, Il. 20.322.
Greek Monolingual
εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.
Greek Monotonic
εὔχαλκος: -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, καλά επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-χαλκος, ον
wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.